Τον Ιούλιο του 2018 παραιτείται ο Μεχμέτ Σίμσεκ, πρώτος αντιπρόεδρος του Ερτογάν από το 2015. Ο Σίμσεκ διετέλεσε υπουργός Οικονομικών από το 2009-15. Θεωρείται μαζί με τον Κεμάλ Ντερβίς από τους πιο επιτυχημένους, της τελευταίας 20ετίας.
Το παρασκήνιο της παραίτησης θυμίζει… μυθιστόρημα. Ο Ερτογάν τον στέλνει στο Λονδίνο με σκοπό την άντληση δανείων σε μια περίοδο όπου το δημόσιο χρέος της χώρας άγγιζε τα 465 δις δολάρια. Επιστρέφοντας ο αντιπρόεδρος του ανακοινώνει ότι αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες και απροθυμία δανεισμού, ενώ όπου βρήκε χρήματα το επιτόκιο ήταν ασύμφορο αγγίζοντας το 20%. Λόγω της δυσαρέσκειας που εξέφρασε ο πρόεδρος στο πρόσωπό του –αυτός έφταιγε;– παραιτήθηκε και μετακόμισε στο Λονδίνο. Το Κατάρ παίζει τη σωτήρια λέμβο το 2018 με 15 δις δολάρια επενδύσεις στη χώρα. Η Τουρκία έχει στρατιωτική βάση εκεί με 5 χιλιάδες άνδρες.
Εκείνη την περίοδο η τουρκική Λίρα καταγράφει μια μεγάλη «βουτιά» χάνοντας έδαφος απέναντι στο δολάριο και αγγίζοντας στις 13 Αυγούστου του 2018 την ισοτιμία 1$=6,9 λίρες. Το νόμισμά μετέωρο ολισθαίνει διαχρονικά. Έτσι μετά από διακυμάνσεις με πτωτική τάση, η σημερινή ισοτιμία διαμορφώθηκε στην αρχή του 2020 στο 1$=5,90 λίρες. (2010, 1$= 1,5 τουρκ. Λύρες, 2016, 1$=3 τουρκ. Λίρες).
Με πληθωρισμό το 2019 της τάξης του 12% και με ανέργους να αντιπροσωπεύουν το 13,5% περίπου του πληθυσμού, η τουρκική οικονομία πορεύεται σε τοπίο με ομίχλη. H οικοδομική δραστηριότητα έχει καμφθεί. Δεν είναι λίγα τα κτίσματα που θεμελιώνονται και δεν τελειώνουν ποτέ. Έτσι, οι τράπεζες παρέχουν στεγαστικά δάνεια προσφέροντας μηναίο επιτόκιο 0,79%, κάτω του πληθωρισμού, με σκοπό την ανάκαμψη του κλάδου. Επίσης, λόγω του εξωτερικού χρέους, ο επαναπατρισμός μαύρου χρήματος σε συνάλλαγμα με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς το ενοχλητικό «πόθεν έσχες» καλά κρατεί. Τα επαναπατρισθέντα κεφάλαια καταβάλουν φόρους στις τράπεζες ίσους μόνο με το 1%.
Από την άλλη το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, (εξαγωγές μείον τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών) δε βελτιώνεται μέσω της ανταγωνιστικότητας που (θεωρητικά) προσφέρει η απαξιωμένη τουρκική λίρα, παραμένοντας ελλειμματικό στα 45-49 δις δολάρια κάθε έτος κατά την τελευταία τριετία.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) από 952 δις δολάρια το 2013 θα μειωθεί στα 732 δις ευρώ το 2020, οξύνοντας έτσι την λαϊκή δυσαρέσκεια. Το ΔΝΤ καραδοκεί, θεωρώντας ιδιαίτερα χαμηλά τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, επιβαρυμένους τους ισολογισμούς των τραπεζών και των επιχειρήσεων –πολλών με χρέη σε συνάλλαγμα– ενώ η κυβέρνηση εξακολουθεί να επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμα μέτρα, εις βάρος της αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής.
Παρά τις υψηλές δαπάνες μέρος των οποίων συνδέονται με την εξωτερική πολιτική, τα δημόσια έργα και τους εξοπλισμούς ο κρατικός προϋπολογισμός δεν εκτροχιάζεται ακόμη.
Ως προς την εξωτερική πολιτική, η Τουρκία δαπανά πολλά χρήματα επιδιώκοντας τη δημιουργίας εικόνας μεγάλης δύναμης. Έτσι, κτίζει πρεσβείες στις χώρες της επιλογής της όμοιες σε μέγεθος εκείνων των ΗΠΑ. Έχει αγοράσει πολυώροφη πολυκατοικία στη Ν. Υόρκη μπρος από το κτήριο του ΟΗΕ με σκοπό τη στέγαση της πολυπληθούς της αντιπροσωπείας, όταν άλλα βιομηχανικά κράτη έχουν σε περιορισμένη έκταση γραφεία και αντιπροσωπείες.
Τα μεγάλα δημόσια έργα, που προσφέρουν το κλασικό πολιτικό μπαχτσίς, συνδέονται εν πολλοίς με διαπλεκόμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου, στην κατασκευή της οποίας συμμετείχε η εταιρία του Μεχμέτ Τζενκίζ, παλαιού αχθοφόρου τσιμέντων, που… μεταλλάχθηκε και αναδείχθηκε σε μεγαλοκατασκευαστή επί Ερτογάν, αλλά κοντοχωριανού και αχυράνθρωπου κατά τις φήμες, του Τούρκου προέδρου.
Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα, το εξοπλιστικό της χώρας πρόγραμμα ανθεί. Εκεί στηρίζει η κυβέρνηση την αναπτυξιακή της δυναμική επιδιώκοντας να αποκομίσει διάφορα οφέλη.
Από το 1990 στο περιοδικό Defense News φιγουράρουν φωτογραφίες Τούρκων αξιωματούχων που υπογράφουν συμβόλαια αγοράς εισαγομένων οπλικών συστημάτων. Από το 2000 και μετά η κυβέρνηση Ερτογάν επιδιώκει την ανάπτυξη της παραγωγής εγχωρίως πολεμικού εξοπλισμού. Επίσης, με δόγμα το 2015 ότι το πολεμικό ναυτικό είναι όργανο της εξωτερικής πολιτικής η κυβέρνηση, ενισχύει το σώμα αυτό για να μπορεί να επέμβει πια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η τουρκική κυβέρνηση έχει υπογράψει συμβάσεις ύψους 77 δις δολαρίων σε τοπικές βιομηχανίες, με σκοπό την παραγωγή οπλικών συστημάτων μεσοπρόθεσμα. Οι εξοπλιστικές δαπάνες για το 2020 των 22 δις δολαρίων αντιπροσωπεύουν το 14,2% των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού ενώ οι αποπληρωμή μόνο των τόκων, λόγω παλαιότερων δανείων του κράτους, ανέρχεται σε 16,9 δις δολάρια.
Τι επιδιώκει η τουρκική κυβέρνηση με την πολιτική της αυτή, που δεν οδηγεί απαραίτητα σε υψηλής ποιότητας εγχωρίως παραγόμενα οπλικά συστήματα:
Πρώτον. Οι δαπάνες στο χώρο της άμυνας με την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας, απορροφούν το σοκ που δέχεται η τουρκική οικονομία. Η βιομηχανία αυτή, με τις θετικές επιπτώσεις που έχει σε όλο το εύρος της οικονομίας, ενισχύει την αεροναυπηγική, την ηλεκτρομηχανική και την παραγωγή οχημάτων μέσα από τις υποδομές που δημιουργεί.
Δεύτερο. Εξοικονομεί συνάλλαγμα, λόγω μείωσης των εισαγωγών και επέκτασης των εξαγωγών, επηρεάζοντας θετικά το ήδη επιβαρυμμένο εμπορικό της ισοζύγιο.
Τρίτο. Αναπτύσσει επίσης δική της τεχνολογία, δημιουργώντας πατέντες και χρησιμοποιώντας το δικό της επιστημονικό της προσωπικό που παραμένει στη χώρα.
Τέταρτο. Συγκρατεί την ανάσχεση της τουρκικής οικονομίας ως αιμοδότης της, προσπαθώντας να κάμψει το κύμα δυσαρέσκειας που διογκώνεται.
Πέμπτο. Η κυβέρνηση προσπαθεί με την πολιτική των εντυπώσεων που καλλιεργεί στον εξεταζόμενο τομέα να προκαλέσει κλίμα ηττοπάθειας στον περίγυρό της και να επιβάλει τις απόψεις της χωρίς να ρίξει την παραμικρή τουφεκιά! Θέλουν να αγνοούν όμως οι εκεί ινστρούχτορες ότι με μόνο τα ποσοτικά κριτήρια των εξοπλισμών δεν κρίνονται οι πόλεμοι κάθε μορφής.
Έκτο. Δημιουργεί την αίσθηση ενός ετοιμοπόλεμου και αήττητου στρατού, ο οποίος επί της ουσίας δεν έχει πολεμήσει ποτέ μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ανταγωνίζεται μόνο πολύ υποδεέστερες δυνάμεις, με απώλειες μη ευκαταφρόνητες, που η κυβέρνηση τις καλύπτει ελέγχοντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Με τον στρατό διχασμένο, ο Ερτογάν επιδιώκει να κρατήσει το ηθικό αξιωματικών και οπλιτών υψηλό μέσα από τους στοχασμούς περί «αυτοκρατορίας». Έχει στείλει στη φυλακή όμως εκατοντάδες πιλότους και αξιωματικούς του στρατού και του ναυτικού υψηλόβαθμους κι έμπειρους. 3.490 είναι οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος σε ισόβια κάθειρξη ως τις 20 Ιουνίου 2019. Και δεν είναι οι μόνοι!
Τέλος, με τον Γκιουλέν και του Κεμαλικούς εναντίον του, ο Τούρκος πρόεδρος ψάχνει να στρέψει την κοινή γνώμη αλλού, μακριά από τα καυτά προβλήματα της οικονομίας σε καθίζηση. Όσα χρήματα όμως και αν ρίξει στους εξοπλισμούς, το κλίμα τρόμου στον στρατό δεν αλλάζει, με συνέπεια την χαμηλή του αποτελεσματικότητα. Το επιχειρησιακό έλλειμμα είναι ιδιαίτερα εμφανές στην πολεμική αεροπορία.
Η Τουρκία είναι η 78η πιο διεφθαρμένη χώρα στον πλανήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Διαφάνειας όταν η Ελλάδα κατέχει την τιμητική… 67η θέση. Να υπενθυμίσουμε ότι το 2012, επί του μηχανισμού λειτουργίας της «Διαύγειας» στις κρατικές προμήθειες, η Ελλάδα άγγιξε το δικό της ζενίθ, της 92ης πιο διεφθαρμένης χώρας.
Εξετάζοντας με ψυχρό αν όχι κυνικό τρόπο την κλίμακα διαφθοράς Ελλάδας-Τουρκίας τίθεται το ακόλουθο ερώτημα: Ποια η ποιοτική διαφορά της τουρκικής με την ελληνική διαφθορά; H απάντηση είναι απλή και δίνεται εκ του αποτελέσματος: Το τουρκικό άφθονο μπαχτσίς των δισεκατομμυρίων παραγγελιών οπλικών συστημάτων επιδιώκει να κτίσει μια εγχώρια πολεμική βιομηχανία ενώ η ελληνική μίζα της «χρυσής περιόδου» των εξοπλισμών την έχει αποδυνάμωσε υπέρ των εισαγωγών!
Η ΕΑΒ ήταν η κυρίαρχή βιομηχανία αεροναυπηγικής στην περιοχή για χρόνια. Η αποδυνάμωσή της οδήγησε, εκτός των άλλων, στην μετανάστευση τεχνικού προσωπικού σε άλλα μέρη του πλανήτη (Ινδία). Ευχόμαστε η αναβάθμιση των F-16 και η επικείμενη αγορά των F-35 να της δώσει νέα δυναμική μέσω συμπαραγωγών. Ακόμη, η ΕΛΒΟ ήταν μια βιομηχανία, συναρμολόγησης αρμάτων μάχης, χάμερ και άλλων οχημάτων. Ακόμη ψάχνει να βρει επενδυτή. Και δεν είναι τα μόνα παραδείγματα.
Για το έγκλημα όμως της εγκατάλειψης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, που διαπράχθηκε κατά την περίοδο της επίπλαστης ευμάρειας των δεκαετιών από το 1990 ως το 2010, δεν υπάρχει η παραμικρή τιμωρία!
Ο συνδυασμός της αγοράς ποιοτικά βελτιωμένων οπλικών συστημάτων που προμηθεύονται οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις από τος εξωτερικό με την παράλληλη ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας ή συμπαραγωγών θα δώσουν άλλη δυναμική στη χώρα. Τέλος, έχοντας υπόψη ότι η παγκόσμια αγορά οπλικών συστημάτων ανέρχεται σε 2 περίπου τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε έτος, μια εγχώρια εξωστρεφής πολεμική βιομηχανία θα προσέφερε και σημαντικούς πόρους στην Ελλάδα.
(Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. Αν. Υπουργού Οικονομικών)