Αντιμέτωπες με τα μεγαλύτερα προβλήματα βρίσκονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αρκετές εκ των οποίων δεν έχουν λάβει βοήθεια από το κράτος.
Η ροή οικονομικής βοήθειας ήταν και παραμένει βασική στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης για την απορρόφηση των κραδασμών από την πανδημική κρίση. Ωστόσο, υπάρχουν και ανεπιθύμητες παρενέργειες. Γιατί αν δούμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, η εκτεταμένη οικονομική στήριξη οδηγεί ουσιαστικά σε χρονική μετάθεση του κύματος πτωχεύσεων.
Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι όταν σταματήσει η ροή χρημάτων, θα ξεκινήσει κύμα χρεοκοπιών. Εμπειρογνώμονες από το Ινστιτούτο Λάιμπνιτς του Μανχάιμ για Ευρωπαϊκές Οικονομικές Έρευνες (ZEW) υποστηρίζουν ότι «η οικονομική στήριξη υγιών χωρίς χρέη επιχειρήσεων, που λόγω του lockdown βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, είναι απολύτως κατανοητή. Αλλά μια τέτοια στρατηγική που εφαρμόζεται χωρίς διαφοροποιήσεις, θα μπορούσε, εκτός από άμεσο κόστος ύψους δις ευρώ, να έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικές επιπτώσεις στις ευκαιρίες ανάπτυξης και στην παραγωγικότητα στη Γερμανία».

Ποιες επιχειρήσεις κινδυνεύουν περισσότερο

Διότι εκτός από κονδύλια βοήθειας πολλών δισ. το Βερολίνο έχει αναστείλει την ισχύ διάταξης που επιβάλλει υποχρέωση αναγγελίας κήρυξης πτώχευσης. Κανονικά οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να καταθέσουν τέτοια αίτηση μέσα σε 3 εβδομάδες, αλλά λόγω της πανδημίας η γερμανική κυβέρνηση έθεσε την πρόβλεψη εκτός ισχύος από τον περασμένο Μάρτιο μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου για να παραταθεί τελικά μέχρι τέλος του περασμένου χρόνου.

Υπό μια κάπως διαφορετική μορφή ισχύει και μέχρι τέλος Απριλίου για εταιρείες που ανάμεσα στην 1η Νοεμβρίου και την 31η Δεκεμβρίου κατέθεσαν αίτηση για χορήγηση έκτακτης βοήθειας λόγω κορονοϊού, προκειμένου να αποφύγουν την πτώχευση. Σύμφωνα με την έρευνα του ZEW λόγω αυτής της κατάστασης στοιβάχθηκαν πτωχεύσεις επιχειρήσεων που ίσως το ερχόμενο διάστημα να κλείσουν. Από τις μισές επιχειρήσεις κλάδων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση προσέφυγαν στα αρμόδια πτωχευτικά δικαστήρια λιγότερες από όσες περίμενε κανείς με βάση τα οικονομικά δεδομένα της προηγούμενης χρονιάς. «Ιδιαίτερα έντονη είναι αυτή η διαφορά σε επιχειρήσεις με λιγότερο από δέκα εργαζόμενους, ενώ όσο μεγαλώνει η επιχείρηση τόσο περισσότερο η τάση εξασθενεί» υποστηρίζει ο Γκέοργκ Λιχτ, επικεφαλής του ερευνητικού τομέα “Οικονομία της Καινοτομίας” του ZEW.

Σύμφωνα με έρευνες του Λιχτ και της ομάδας του το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων που απειλείται με χρεοκοπία εντάσσεται στην ομάδα των λεγόμενων «μικροεπιχειρήσεων». Οι εμπειρογνώμονες του ZEW εκτιμούν ότι πρόκειται για 25.000 μικρές επιχειρήσεις, που με το τέλος της οικονομικής βοήθειας θα βρεθούν στο χείλος της κατάρρευσης. Στην πρώτη γραμμή βρίσκονται επιχειρηματίες που οι προοπτικές επιβίωσής τους πριν από την πανδημία ήταν λίγες και διέθεταν πενιχρό οικονομικό μαξιλάρι. Αντίθετα στις επιχειρήσεις με καλή πιστοληπτική ικανότητα πριν την κρίση, δεν παρατηρείται αύξηση των πτωχεύσεων. «Γι αυτό η πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει να τις στηρίζει οικονομικά μετά από προσεκτική εξέταση της κατάστασής τους» συμβουλεύει ο Γκέοργκ Λιχτ.

Ανεπαρκής η οικονομική βοήθεια

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι σε πολλές εταιρείες η οικονομική βοήθεια δεν φτάνει καν. Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ. «Συνεχώς μεγαλώνει ο αριθμός των επιχειρηματιών που είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένοι από τη δουλειά του Αλτμάιερ» λέει ο Μάρκους Γέργκερ, ομοσπονδιακός πρόεδρος του Συνδέσμου Μεσαίων Επιχειρήσεων BVMW. Οι μικρομεσαίοι παραπονούνται ότι η διαδικασία αίτησης έχει οργανωθεί από το υπουργείο γραφειοκρατικά και πολύπλοκα. Ο Γέργκερ μάλιστα υποστηρίζει ότι ο Αλτμάιερ από σωτήρας έχει γίνει «νεκροθάφτης ολόκληρων οικονομικών κλάδων». Αλλά κι άλλοι οικονομικοί σύνδεσμοι κρούουν τον κώδωνα κινδύνου, επειδή μεγάλο τμήμα της οικονομικής βοήθειας του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου δεν έχει φτάσει ακόμη στους δικαιούχους.

Δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου κατέγραψε ότι η οικονομική πολιτική για την περίοδο της κρίσης πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά. Σε πρόσφατο πάνελ μάλιστα με οικονομολόγους σχεδόν οι μισοί δήλωσαν μάλλον δυσαρεστημένοι ή πολύ δυσαρεστημένοι με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης. Κάθε δύο μήνες το Ινστιτούτο Ifo και η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung διενεργεί δημοσκοπήσεις με καθηγητές Οικονομίας σε γερμανικά πανεπιστήμια. «Η πολιτική κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς και αντιδρά με ακαμψία», συνοψίζει ο Νίκλας Ποτράφκε τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης. Ο Ποτράφκε είναι επικεφαλής του Κέντρου Δημόσιων Οικονομικών και Πολιτικής Οικονομίας του Ifo. «Τα αποτελέσματα των συζητήσεων στο τελευταίο οικονομικό πάνελ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη για την  βελτίωση της οικονομικής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ