Η υλοποίηση επενδύσεων αποτελεί θεμελιώδη αρχή για την επιβίωση, ανάπτυξη και διατήρηση της ανταγωνιστικότητας κάθε επιχείρησης. Ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει. Τα τελευταία όμως χρόνια, οι συνθήκες που διαμόρφωσε η οικονομική κρίση δεν επέτρεψαν τη διατήρηση –πόσο μάλλον την ανάπτυξη επενδύσεων–, με αποτέλεσμα αυτές να καταγράψουν σημαντική μείωση, που ξεπέρασε το 50%.
Παρά την αρνητική συγκυρία, ωστόσο, οι «συνήθεις ύποπτοι», και δη οι μεγάλες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, συνέχισαν να επενδύουν στο μέτρο του δυνατού. Το περιοδικό ΧΡΗΜΑ, με τη συνεργασία της BETA Χρηματιστηριακής, αποτυπώνει την εικόνα αυτή τόσο σε επίπεδο δεκαετίας, συνολικά, όσο και ανά οικονομική χρήση, αναδεικνύοντας τις εισηγμένες στο ΧΑ επιχειρήσεις με τις υψηλότερες κεφαλαιουχικές δαπάνες (CAPEX).**
Από τη συγκεκριμένη κατάταξη* προκύπτει ότι οι δύο εισηγμένες εταιρείες που υλοποίησαν τις υψηλότερες επενδύσεις την τελευταία δεκαετία, εν μέσω οικονομικής κρίσης, είναι ο ΟΤΕ και η ΔΕΗ, επενδύοντας συνολικά τα ποσά των 6,99 δισ. ευρώ και 6,93 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, κατά τη δεκαετία 2008-2017. Ακολουθούν η Coca-Cola HBC με 4,07 δισ. ευρώ, τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ) με 3,53 δισ. ευρώ, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ με 1,66 δισ. ευρώ, ο ΤΙΤΑΝ με 1,52 δισ. ευρώ, η Βιοχάλκο με 1,35 δισ. ευρώ, ο ΟΠΑΠ με 1,22 δισ. ευρώ και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή με 1,00 δισ. ευρώ.
Την πρώτη 20άδα, με ποσά επένδυσης χαμηλότερα του 1 δισ. ευρώ, συμπληρώνουν κατά σειρά οι εταιρείες Ελλάκτωρ, Μυτιληναίος, Motor Oil, Forthnet, Intralot, Εθνική Πανγαία, Grivalia, HOL, Χαλκόρ, Jumbo και Intracom.
Από την ανάλυση των στοιχείων διαπιστώνουμε ότι, σε βάθος δεκαετίας, οι εισηγμένες από το 2008, και από μια συνολική κεφαλαιουχική δαπάνη της τάξης των 7,3 δισ. ευρώ, φθάνουν το 2017 στα 3,2 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση άνω του 50% και με το σύνολό της στη δεκαετία να διαμορφώνεται σε 40,99 δισ. ευρώ.
Σε βάθος δεκαετίας, από το 2008, και από μια συνολική κεφαλαιουχική δαπάνη της τάξης των 7,3 δισ., φθάνουν το 2017 στα 3,2 δισ. ευρώ.
Χειρότερη χρονιά, όπως καταγράφεται, αποτέλεσε το 2013, γεγονός βέβαια αναμενόμενο, σύμφωνα με την ανάλυση του κ. Μάνου Χατζηδάκη, υπεύθυνου του Τμήματος Ανάλυσης της BETA Χρηματιστηριακής, δεδομένου του ότι, όπως αναφέρει: «(…) είχαν μεσολαβήσει οι εκλογές και οι εταιρείες κινήθηκαν πιο αμυντικά, προστατεύοντας κεφάλαια, επειδή ακριβώς δεν γνώριζαν πώς θα κινηθούν τα πολιτικά πράγματα, τα οποία επηρεάζουν πολύ τις συνθήκες ρευστότητας της οικονομίας».
Από το έτος αυτό και μετά, διαπιστώνεται, σταδιακά, μια βελτίωση της κεφαλαιουχικής δαπάνης, η οποία έχει σταθεροποιηθεί πάνω από τα 3 δισ. ευρώ. Η παρατηρούμενη αύξηση προέρχεται κυρίως από τις εταιρείες που βρίσκονται στην κατάταξη μέσα στο γκρι φόντο. Όπως επισημαίνει ο κ. Χατζηδάκης, οι συγκεκριμένες 20 εταιρείες πραγματοποιούν περί τα 2,6 δισ. ευρώ, από το σύνολο της επένδυσης των εισηγμένων εταιρειών.
Διευκρινίζεται ότι μέσα σε αυτήν τη λίστα υπάρχουν και εταιρείες που αυτήν τη στιγμή έχουν διαγραφεί, συγχωνευθεί ή έχουν βγει εκτός αγοράς, ενώ, όπως έχουμε επισημάνει, δεν περιέχονται και οι χρηματοοικονομικές εταιρείες (τράπεζες, ασφάλειες), λόγω της ιδιάζουσας φύσης τους και προκειμένου να μη δημιουργηθεί στρεβλή εικόνα.
«Το συνολικό αυτό ποσό φαίνεται ότι είναι περισσότερο ένα νούμερο συντήρησης και όχι τόσο επένδυσης ή επέκτασης, όπως θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε εάν ήταν στα επίπεδα των 7 με 8 δισ. ευρώ» σχολιάζει ο κ. Χατζηδάκης, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι: «Υπάρχουν βεβαίως και εταιρείες, όπως είναι ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, η Coca-Cola, οι οποίες κινούνται κάθε χρόνο σε πολύ υψηλό βαθμό CAPEX, είναι δηλαδή εταιρείες εντάσεως επενδύσεων σε πάγια και σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως άλλωστε και τα Ελληνικά Πετρέλαια, που έχουν πάρα πολύ υψηλό βαθμό επενδύσεων, καθώς κάθε δύο χρόνια πραγματοποιούν συντηρήσεις, οι οποίες αφορούν το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων τους και επομένως κι εκεί εντοπίζουμε μεγάλες επενδύσεις σε πάγια και μηχανολογικό εξοπλισμό».
Το συνολικό ποσό φαίνεται ότι είναι περισσότερο ένα νούμερο συντήρησης και όχι τόσο επένδυσης ή επέκτασης.
Επίσης, από εταιρείες οι οποίες σχετίζονται με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπως Τέρνα Ενεργειακή, Ελλάκτωρ, Μυτιληναίος και Άνεμος, καταγράφεται ένα μεγάλο μέρος επένδυσης προς τις νέες τεχνολογίες στον τομέα της ενέργειας.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που κατά διαστήματα παρουσιάζουν έντονη επενδυτική δραστηριότητα, είτε αυτό αφορά κάποια εξαγωγική προσπάθεια (να εξαγοράσουν δηλαδή κάποια εταιρεία στο εξωτερικό) είτε αφορά την αγορά κάποιων παγίων, όπως π.χ. αποθήκες. Στις περιπτώσεις αυτές φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποια σταθερή ροή, αλλά σημειώνονται έντονες διακυμάνσεις από έτος σε έτος.
«Δεν θα χαρακτήριζα αυτήν την εικόνα ως μια εικόνα έντασης σε κεφαλαιουχικές επενδύσεις. Θα έλεγα ότι περισσότερο οι εταιρείες κινήθηκαν στη λογική να συντηρήσουν τη δραστηριότητά τους και κατά περίπτωση να την αυξήσουν, όπου υπήρχε ένα προφανές όφελος, όπως νέες τεχνολογίες και επέκταση στο εξωτερικό. Εκεί εντοπίζεται κάποιου είδους διαφοροποίηση, αλλά σε γενικές γραμμές δεν θα έλεγα ότι υπήρξε μεγάλη δυναμική ή κάτι που να διαφοροποιούσε τις εταιρείες αυτά τα τέσσερα χρόνια ως προς τη διάθεσή τους να επενδύσουν» αναφέρει ο κ. Χατζηδάκης.
Οι εταιρείες κινήθηκαν στη λογική του να συντηρήσουν τη δραστηριότητά τους και κατά περίπτωση να την αυξήσουν.
Ο ίδιος άλλωστε εκτιμά ότι, με «κλειστό» το τραπεζικό σύστημα, αυτό είναι κάτι αναμενόμενο, με την έννοια του ότι δεν είδαμε χρηματοδοτήσεις νέων έργων από τις τράπεζες. Ό,τι επενδύσεις έκαναν οι εισηγμένες τις υλοποίησαν κυρίως με τις δικές τους δυνατότητες, δηλαδή με τις ταμειακές ροές που παρήγαγαν από χρήση σε χρήση. Οι εταιρείες που έχουν πραγματοποιήσει τις μεγαλύτερες επενδύσεις είναι και κατά τεκμήριο οι μεγαλύτερες εταιρείες σε παραγωγή λειτουργικών κερδών, οπότε αυτό εκτιμάται ότι δικαιολογεί την παρουσία τους στις κορυφαίες θέσεις του πίνακα.
Υπολογίζεται δε ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο υποστήριξης των επενδύσεων όσο το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε αδυναμία. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν δει το φως της δημοσιότητας αρκετές προτάσεις, όπως π.χ. η παροχή φορολογικών κινήτρων και ενίσχυσης μέσω ΕΣΠΑ.
Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Χρήσιμη είναι στο σημείο αυτό η παραβολή των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το σύνολο των επενδύσεων στη χώρα, προκειμένου να αξιολογήσουμε το περιβάλλον στο οποίο επενδύουν οι παραπάνω επιχειρήσεις.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (ο οικονομικός δείκτης που αποτυπώνει τη συνολική πορεία των επενδύσεων) υποχώρησε το 2018 στα επίπεδα του 1996, τόσο σε τρέχουσες όσο και σε σταθερές τιμές. Το 2018, η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραψε μεγάλη μείωση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.
Εισηγμένες στο ΧΑ – επιχειρήσεις με τις υψηλότερες κεφαλαιουχικές δαπάνες (CAPEX).**
Ο συγκεκριμένος δείκτης –αναλογία επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ– κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ευρώπης, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον μέσον όρο της ΕΕ.
Τα αναλυτικά στοιχεία δείχνουν ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει υποτονικό. Οι επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας παραμένουν ελάχιστες, καθώς το 2018 έκλεισε με τις επενδύσεις στον χώρο της κατοικίας μόλις σε 1,228 δισ. ευρώ, ενώ αρνητική παραμένει η εικόνα και για τον εξοπλισμό μεταφορών, όπου οι επενδύσεις περιορίστηκαν στα 2,6 δισ. ευρώ, από 4,6 δισ. ευρώ το 2017.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στον τομέα των κατασκευών. Ο τομέας στον οποίο καταγράφηκε αύξηση επενδύσεων το 2018 (συγκριτικά με το 2017) ήταν αυτός των μεταλλικών προϊόντων και των μηχανημάτων. Οι επενδύσεις έφτασαν στα 6,826 δισ. ευρώ, από 5,864 δισ. ευρώ το 2017.
Με «κλειστό» το τραπεζικό σύστημα, όποιες επενδύσεις έκαναν οι εισηγμένες τις υλοποίησαν κυρίως με τις δικές τους δυνατότητες.
Ο συνολικός «ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου» διαμορφώθηκε στα 20,4 δισ. ευρώ, έναντι 23,216 δισ. ευρώ το 2017, καταγράφοντας μείωση της τάξης του 12%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αναλογία ως προς το ΑΕΠ να περιοριστεί στο 11,1%, από 12,9% το 2017. Σημειώνεται ότι το 2007 οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν στο 26% του ΑΕΠ.
**CAPEX
Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες (CAPEX) είναι τα χρήματα που μια επιχείρηση δαπανά για να αγοράσει, να διατηρήσει ή να βελτιώσει τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, όπως κτήρια, οχήματα, εξοπλισμό ή γη. Θεωρείται κεφαλαιουχική δαπάνη όταν το περιουσιακό στοιχείο έχει αγοραστεί πρόσφατα ή όταν χρησιμοποιείται χρήμα για την παράταση της ωφέλιμης ζωής ενός υπάρχοντος περιουσιακού στοιχείου, όπως η επισκευή της στέγης.
Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες βρίσκονται σε αντίθεση με τα λειτουργικά έξοδα (opex), τα οποία είναι συνεχή έξοδα που είναι συμφυή με τη λειτουργία του περιουσιακού στοιχείου. Η διαχωριστική γραμμή για στοιχεία όπως αυτά είναι ότι η δαπάνη θεωρείται κεφαλαιοποίηση αν το οικονομικό όφελος της δαπάνης εκτείνεται πέραν της τρέχουσας χρήσης.
Οι κεφαλαιουχικές δαπάνες είναι τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση ή την αναβάθμιση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης, όπως δαπάνες για ακίνητα, εργοστάσια ή εξοπλισμό.
*Σημείωση:
-Ο πίνακας δεν περιλαμβάνει τις χρηματοοικονομικές εταιρείες καθώς και εκείνες που έχουν διαγραφεί από το 2014 και μετά από το ΧΑ. Οι θυγατρικές της Βιοχάλκο δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα, για να μην υπάρχει διπλή μέτρηση με τη μητρική Βιοχάλκο.
-Το μείον στα νούμερα συμβολίζει επένδυση και το συν αποεπένδυση. Άρα ο πίνακας διαβάζεται ως εξής: Από 7,4 δισ. ευρώ καθαρές κεφαλαιουχικές ταμειακές ροές το 2008 φθάσαμε στα 3,2 δισ. ευρώ το 2017, με χειρότερη χρονιά το 2013.
-Η κατάταξη περιλαμβάνει μόνο εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
……………………………….
Το αφιέρωμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μάιος-Ιούνιος