Εντυπωσιακά είναι τα νούμερα για τις αερομεταφορές στη χώρα μας όπως προκύπτει με βάση τα νούμερα της Διεθνούς Ενωσης Αερομεταφορών (ΙΑΤΑ).
Με βάση σχετική μελέτη, η συνεισφορά του κλάδου των αερομεταφορών στην ελληνική οικονομία αντιστοιχεί στα 17,8 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί, ως συνεισφορά στο ΑΕΠ στο 10,2% επί του συνόλου, ενώ ο κλάδος υποστηρίζει συνολικά 457.000 θέσεις εργασίας. Τα νούμερα αφορούν το 2017, έτος κατά το οποίο 25,5 εκατομμύρια επιβάτες αναχώρησαν από ελληνικά αεροδρόμια, ενώ από τους τερματικούς σταθμούς διακινήθηκαν 58 εκατομμύρια επιβάτες.
Το 2018 οι επιδόσεις είναι ακόμη υψηλότερες, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις της ΙΑΤΑ, τα επόμενα 20 χρόνια, ο αριθμός των επιβατών που θα αναχωρούν από την Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 33,1%. Ωστόσο, αν η Ελλάδα καταφέρει να υλοποιήσει τις πολιτικές που απαιτούνται υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω σημαντική αύξηση, γεγονός που θα σημαίνει ακόμη μεγαλύτερο όφελος για τις θέσεις απασχόλησης και το ΑΕΠ.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση της ΙΑΤΑ η Ελλάδα θα πρέπει να εργαστεί στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του εναέριου χώρου της, να διατηρήσει υπό έλεγχο τις χρεώσεις των υπηρεσιών αεροδρομίου και να επεκτείνει τη χωρητικότητα τερματικών σταθμών και διαδρόμων προσγείωσης, προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιήσει μελλοντική αύξηση στη ζήτηση από την πλευρά των επιβατών και να συνεχίσει να αξιοποιεί την επιτυχία του κλάδου.
Η μελέτη με τίτλο «Ελλάδα – Δείκτες Ανταγωνιστικότητας Ρυθμιστικού Πλαισίου Αερομεταφορών» αποκαλύπτει ότι, από πλευράς πλήθους αεροπορικών συνδέσεων, η Ελλάδα βρίσκεται στην όγδοη θέση στην Ευρώπη, με την αεροπορική συνδεσιμότητα να έχει αυξηθεί κατά 106% μεταξύ 2013 και 2018.
Παρά την ήδη σημαντική συνεισφορά του κλάδου, η μελέτη προχώρησε σε μια σειρά κρίσιμων προτάσεων για τις Αερομεταφορές στην Ελλάδα, ώστε να παραμείνουν σε τροχιά ανάπτυξης, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερη αξία για την ελληνική οικονομία:
Η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει τον εκσυγχρονισμό του εναέριου χώρου και των συστημάτων της, προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας και να μειωθούν οι καθυστερήσεις κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου.
Μεταξύ 2015 και 2017, οι σχετικές επενδύσεις ήταν πρακτικά ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα σήμερα το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού να βρίσκεται πολύ κάτω από το επίπεδο που έχει συμφωνηθεί στο σχετικό πλάνο απόδοσης. Επίσης, στα αεροδρόμια όπου παρατηρείται κυκλοφοριακή συμφόρηση χρειάζεται να προστεθεί ένας αριθμός ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.
Η Ελλάδα θα πρέπει να προστατεύει τους επιβάτες και τις αεροπορικές εταιρείες από υπερβολικές χρεώσεις στις υπηρεσίες αεροδρομίου, ενισχύοντας την αρμοδιότητα της ρυθμιστικής Αρχής να διατηρεί τις χρεώσεις σε ευθεία συνάρτηση με το πραγματικό κόστος. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, δεδομένου ότι η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών αεροδρομίων συνεχίζεται. Περιθώριο βελτίωσης υπάρχει επίσης και στη σχέση κόστους – αποδοτικότητας σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας.
Η ανάπτυξη νέων υποδομών – τερματικοί σταθμοί και διάδρομοι προσγείωσης– θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια, ώστε να μπορεί να καλυφθεί μελλοντική αύξηση της ζήτησης από την πλευρά των επιβατών. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει αποτελεσματική διαβούλευση με τις αεροπορικές εταιρείες, τους βασικούς χρήστες των αεροδρομίων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι υποδομές καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους και ότι το κόστος ανάπτυξης και λειτουργίας τους παραμένει προσιτό.