Του Δρ. Γεώργιου Μούντη, Managing Partner της Delfi Partners & Company
Παρά τα σημαντικές κι έντονες προκλήσεις των τελευταίων ετών, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πορεία αξιοσημείωτης οικονομικής ανάκαμψης, με τρεις αναγνωρισμένους οίκους αξιολόγησης να την έχουν κατατάξει ήδη σε επενδυτική βαθμίδα μετά από πάρα πολλά χρόνια.
Η ανάκαμψη δεν είναι μόνο αριθμητική ή απλώς για εσωτερική επικοινωνιακή κατανάλωση αλλά αντικατοπτρίζεται και στην αξιοσημείωτη άνοδο των ελληνικών μετοχών και εταιρικών ομολόγων, εξελίξεις που υπογραμμίζουν τη γενικότερη ανανεωμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η ελληνική οικονομία σημείωσε σημαντική ανάπτυξη κατά το 2023, λόγω της αυξημένης κατανάλωσης και των θετικών καθαρών εξαγωγών. Οι προβλέψεις δείχνουν συνέχιση της ανοδικής πορείας, με αναμενόμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% για ολόκληρο το έτος. Κοιτάζοντας το εγγύς μέλλον, το 2024 η ανάπτυξη υπολογίζεται ότι θα φτάσει στο 2,3% και το 2025 στο 2,2% .
Ωστόσο, ο απόηχος της πανδημίας, σε συνδυασμό με τη ραγδαία άνοδο του κόστους ζωής, κυρίως λόγω της εκτίναξης των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, έχει δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τα νοικοκυριά τα οποία ήδη δέχθηκαν έντονες πιέσεις κατά τα χρόνια της λιτότητας. Η Eurostat προβλέπει μέσο πληθωρισμό 4,3% στην Ελλάδα για το 2023 ο οποίος θα παραμείνει πάνω από 2% μέχρι το 2025.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, παρά την σταθερή αύξηση των εισροών καταθέσεων μετά την πλήρη χαλάρωση των περιορισμών για τον COVID το 2022, τους τελευταίους μήνες καταγράφηκε μείωση, λόγω της επίδρασης της αύξησης των τιμών καταναλωτή στο εισόδημα των νοικοκυριών που προαναφέραμε.
Λειτουργώντας σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, ο τομέας των ακινήτων κατέγραψε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα κι όχι απλώς διατήρησε τη δυναμική του αλλά ενισχύθηκε περαιτέρω. Η ελληνική αγορά ακινήτων συνέχισε να προσελκύει πρωτοφανείς Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, φθάνοντας τα €1,1 δισ. το Α’ εξάμηνο του 2023, καταγράφοντας θεαματική ετήσια αύξηση της τάξης του 40%. Επιπρόσθετα, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη σημειώνουν ισχυρή ανάπτυξη, με 12,0% και 15,4% ετήσια αύξηση στις τιμές των διαμερισμάτων προς πώληση κατά το τρίτο τρίμηνο του 2023.
Παράλληλα, οι δύο πόλεις πρωτοστατούν στην ευρωπαϊκή σκηνή εμπορικών ακινήτων με υψηλές αποδόσεις και χαμηλό αριθμό κενών θέσεων εργασίας, παρέχοντας σταθερότητα εν μέσω ανοδικών επιτοκίων και συνεχιζόμενης τηλεργασίας. Γενικότερα, στην αγορά καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον τόσο για διαμερίσματα όσο και για γραφεία.
Η αγορά ενισχύεται, και εκτιμούμε ότι θα ενδυναμωθεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια από καθοριστικής σημασίας έργα υποδομής, τα οποία περιλαμβάνουν οδικές αναπτύξεις και αξιόλογες πρωτοβουλίες στα αεροδρόμια, την ενέργεια, τον αθλητισμό και την κατασκευή νέων κτιρίων. Έργα που αναμφίβολα θα έχουν καταλυτικό αντίκτυπο στο τοπίο των ακινήτων στην Ελλάδα αλλά και στην οικονομία γενικότερα.
Εισερχόμενοι στο 2024, γνωρίζουμε ότι και πάλι θα είναι γεμάτο προκλήσεις και αβεβαιότητα σε όλα τα επίπεδα. Ευχή όλων είναι να σταματήσουν οι πόλεμοι, πρώτα και κύρια για ανθρωπιστικούς λόγους και μετά για τους όποιους οικονομικούς. Η περαιτέρω συγκράτηση του πληθωρισμού και η μη αύξηση των επιτοκίων ή ακόμα και η μείωση τους προς το τέλος του χρόνου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα ήταν ιδιαίτερα θετικές εξελίξεις. Στην αγορά ακινήτων αναμένουμε πως το ενδιαφέρον από επενδυτές και ιδιώτες θα παραμείνει έντονο παρά τις πιέσεις και πως θα υπάρξει περαιτέρω διόρθωση τιμών, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Επίσης, τα νέα έργα που βρίσκονται στα σκαριά θα αναβαθμίσουν σημαντικά την ποιότητα του κτιριακού αποθέματος καθιστώντας το πιο ελκυστικό αλλά και πιο κοντά στις σύγχρονες απαιτήσεις Βιωσιμότητας.