Δυνατότητα διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης 3% έως το τέλος της δεκαετίας έχει η ελληνική οικονομία, αξιοποιώντας τα κεφάλαια από την ΕΕ και τη ροή επενδύσεων που έπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
Την εκτίμηση αυτή έκανε ο Chief Economist της Τράπεζας Πειραιώς, Ηλίας Λεκκός, μιλώντας στο FinForum. Όπως είπε, η επικείμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας όσο αφορά την οικονομία θα έχει περιορισμένα οφέλη βραχυπρόθεσμα, με την έννοια ότι ήδη η οικονομία πέτυχε, χωρίς το investment grade, ανάπτυξη που έφθασε το 9% το 2021, το 6% το 2022 και αναμένει ότι φέτος θα κινηθεί στο επίπεδο του 3%.
Σημαντικά όμως εκτιμά, πως θα είναι τα ωφέλη από την είσοδο θεσμικών επενδυτών και κεφαλαίων που δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να τοποθετηθούν σε μια χώρα ή στα assets της χωρίς την αξιολόγηση αυτή.
Συνεπώς μεσοπρόθεσμα, εκτιμά ο κ. Λεκκός, θα υπάρξει ένα νέο κύμα επενδυτών. Πρόσθεσε ότι η επενδυτική βαθμίδα έχει σημειολογικό χαρακτήρα καθώς στον αντίποδα των συνεχών υποβαθμίσεων στα χρόνια της κρίσης, η αναβάθμιση τώρα θα αποτελέσει μια ψυχολογική δικαίωση, που βάζει τέλος στην περιπέτεια που πέρασε η χώρα.
Προκλήσεις και ευκαιρίες με την εισροή κεφαλαίων
Όπως εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, υπάρχουν δύο παράγοντες οι οποίοι εμποδίζουν τη διατήρηση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα ρυθμών ανάπτυξης της τάξης του 3%. Καταρχάς, οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Παρά τη διαμόρφωση της ανεργίας στο 10%, στο ανώτερο και στο κατώτερο άκρο των δεξιοτήτων και σε συγκεκριμένους κλάδους, οι ελλείψεις είναι σοβαρές. Για παράδειγμα, ο αγροτικός τομέας, οι κατασκευές, η παροχή υπηρεσιών, αλλά και ο κλάδος των πολιτικών μηχανικών και των στελεχών πληροφορικής χρήζει ενίσχυσης από πλευράς εργαζομένων και μάλιστα σε μεγάλο αριθμό.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι τα ενεργειακά δίκτυα καθώς ενώ η χώρα έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030, η κατάσταση των δικτύων μπορεί να εμποδίσει την ταχύτητα της εξέλιξης αυτής, είπε ο κ. Λεκκός.
Από την άλλη πλευρά ο ίδιος τόνισε, ότι η χώρα μπορεί να επωφεληθεί μακροπρόθεσμα από σειρά παραγόντων, όπως είναι η μείωση του μεγάλου δημοσιονομικού βάρους που έγινε δυνατή μετά την πανδημία και η διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε επιτεύξιμο επίπεδο, αλλά και η ευκαιρία των ευρωπαϊκών κεφαλαίων.
Πρόκειται για το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο ήδη αξιοποιεί η ελληνική οικονομία, ενώ επίκειται η εισροή κεφαλαίων από το RePower EU, από το οποίο ήδη η Ελλάδα αναμένει περί τα 6 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα επωφεληθεί με συνολικά κεφάλαια άνω των 20 δισ. ευρώ.