του Νικήτα Καστή[1]

Σειρά σοβαρών προβλημάτων, τα οποία εμφανίζονται με σταθερό ρυθμό κατά το τελευταίο εξάμηνο, με σοβαρές συνέπειες στην ποιότητα, αλλά και στην ίδια τη ζωή των Ελλήνων πολιτών, και μάλιστα σχετικά περισσότερο όσων διαβιούν σε αστικά συγκροτήματα, καταδεικνύουν την επιταχυνόμενη αδυναμία της δημόσιας διοίκησης καθώς και της τοπικής αυτοδιοίκησης στην εκπλήρωση – έστω και κατ’ ελάχιστον – της αποστολής τους.

Φυσικές καταστροφές, αλλά και ελλείψεις στην προσφορά δημόσιων αγαθών, με πρόσφατη και χαρακτηριστική την περίπτωση της έλλειψης επαρκούς αριθμού δομών για προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, αναδεικνύουν τη «μεγάλη εικόνα του προβλήματος». Πρόκειται για έναν δημόσιο τομέα, που λόγω αδράνειας, παρωχημένης οργάνωσης και πολύπλοκου κανονιστικού πλαισίου καθώς και προβληματικής στελέχωσης, και όντας σε αδυναμία να αξιοποιήσει τις σύγχρονες πρακτικές και τη διαθέσιμη τεχνογνωσία στο εν λόγω πεδίο, είναι σχεδόν πλήρως ανίκανος να λειτουργήσει. Δηλαδή να προβλέψει, να σχεδιάσει και να εφαρμόσει, ώστε να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει έγκαιρα τις αυξανόμενες απαιτήσεις της κοινωνίας και επίσης, να ελαχιστοποιήσει το μέγεθος των επαχθών συνεπειών των φυσικών καταστροφών.

Σ’ αυτό το διαρκώς με τον χρόνο επιβαρυνόμενο καθεστώς, λύσεις – δυστυχώς ανεπαρκείς όπως το παρελθόν μας λέει – έδιναν συνήθως, και μέχρι πρόσφατα, οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Που καλούνταν, λόγω υποτίθεται ιδεολογικής καταβολής ή και κομματικής επάρκειας, να εμφυσήσουν στη διοίκηση θετική διάθεση και φιλότιμο καθώς και «αλτρουισμό» (!), ώστε να δοθούν οι πάντα κατώτερες των περιστάσεων λύσεις. Αλλά πλέον, και μετά την κορύφωση της κρίσης, αυτά δεν αρκούν. Είναι σαν να μάχεσαι, απέναντι σε αυξανόμενες προκλήσεις και δυσκολότερες συνθήκες, με εξοπλισμό προηγούμενης γενιάς!

Το έντονα προβληματικό αυτό καθεστώς δεν επιτρέπει να διαμορφωθούν και εντέλει να εφαρμοσθούν ούτε εκείνες οι θεσμικές παρεμβάσεις, που θα λειτουργήσουν καταλυτικά για τη σταδιακή απομείωση του μεγέθους του μη εξυπηρετούμενου δανεισμού. Ο οποίος αδρανοποιεί το τραπεζικό σύστημα και το καθιστά ανίκανο να υποστηρίξει την ανάπτυξη.

Το πρόσφατο άρθρο του Στέφανου Μάνου στην Καθημερινή, που προχωρεί τις γνωστές του απόψεις περί της θεραπείας του δημόσιου τομέα σε συστάσεις πολιτικής, με ενέπνευσε να διατυπώσω αυτές τις σκέψεις, στην προοπτική των επιλογών του πολίτη στο όχι μακρινό μέλλον. Με βάση τις οποίες θα μπορέσουν να υιοθετηθούν ορισμένες από τις στο άρθρο αυτό συστάσεις – ορισμένες προβληματικές πάντως και άκαιρες.

Οι Έλληνες πολίτες, μετά από μια σειρά εμφανώς εσφαλμένων επιλογών τους κατά την τελευταία 20ετία, αγωνίζονται να αντιληφθούν ποιο ήταν το σφάλμα επιλογής και τί η πραγματικότητα τους επιφυλάσσει για το άμεσο αλλά και το απώτερο μέλλον. Προσπαθούν, παρακολουθώντας μεταξύ άλλων και τις δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, του επικεφαλής του κυβερνητικού σχήματος συμπεριλαμβανομένου. Ο οποίος απευθυνόμενος στα λοιπά κυβερνητικά στελέχη, κατά την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου με τη νέα του σύνθεση, και με το γνωστό του ελαφρύ μειδίαμα – θέλοντας να μας υπενθυμίσει έτσι τον βαθύ του αναστοχασμό -, εξέφερε λόγο μεταφορικό. Παρομοιάζοντας τη χώρα με σκάφος που κατάφερε, με την καθοδήγηση τούτης της κυβέρνησης, να «… διαβεί τον κάβο προτού χαλάσει ο καιρός στα ανοιχτά …»!

Αλήθεια, τί να εννοεί ο πρωθυπουργός; Ότι ο κάβος μεν αντιστοιχεί στη χρονική ολοκλήρωση του προγράμματος είναι προφανές. Δεν είναι όμως καθόλου προφανές εάν η διάπλευσή του φέρνει το σκάφος σε «προστατευμένα νερά», σε ένα οιονεί «λιμάνι» και μάλιστα προτού «… ο καιρός χαλάσει στα ανοικτά …». Γιατί, στην πραγματικότητα, όλοι ξέρουμε ότι το αντίθετο συμβαίνει, μια και η χώρα, από τα «προστατευμένα νερά» του Μνημονίου, ανοίγεται στο «πέλαγος» των χρηματοπιστωτικών αγορών και μάλιστα σε περίοδο που ο «… καιρός χαλάει στα ανοιχτά …». Με αποπροσανατολισμένο λοιπόν καπετάνιο, άντε να δημιουργήσεις εμπιστοσύνη στο πλήρωμα και στους επιβάτες!

Εκτός εάν και ο «καπετάνιος» εξέλαβε την πλεύση στον καιρό των μνημονίων ως «πλοήγηση σε ανοιχτή θάλασσα» και, σε πλήρη απόσταση από την πραγματικότητα, θεωρεί ότι αυτό που ακολουθεί, με τη συνεχή διαπραγμάτευση της αξίας των ελληνικών χρεώγραφων στην ελεύθερη αγορά, θα συνιστά «πλεύση σε προστατευμένα νερά»!

Τότε, ο κυβερνών και αναγορεύων μεταφορικά τον ευατό του σε καπετάνιο, είτε επιδεικνύει άγνοια βαριά ή φαίνεται ότι συνειδητά επιδιώκει να αποπροσανατολίσει. Και νομίζω ότι ενώ συμβαίνουν και τα δύο, εμάς όλους ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, το οποίο μέχρι σήμερα είναι μη αποδεκτό και προβλέπεται, όσον αυτό το σχήμα διακυβέρνησης συνεχίζει να κυβερνά, καταστροφικό.

Γιατί είναι φανερό ότι αυτή η διακυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει στις απολύτως αναγκαίες και απόλυτης προτεραιότητας αλλαγές στον δημόσιο τομέα. Ούτε δε έχει το έρεισμα για να οδηγήσει τις εξίσου αναγκαίες θεσμικές αλλαγές, που εντέλει επηρεάζουν και τη λειτουργία του χρηματοποστωτικού συστήματος και της τραπεζικής αγοράς. Με την τελευταία, αποψιλωμμένη από στελέχη και τεχνογνωσία και χωρίς προηγούμενο εκτεθειμένη σε δυσθεώρητα μεγέθη μη εξυπηρετούμενου δανεισμού, να μην είναι σε θέση να «αιμοδοτήσει» την παραγωγική δραστηριότητα, την ιδιωτική οικονομία.

Ενώ, μόνον προς επίκληση επίτευγμα – για τους κυβερνώντες και τους άλλους υπεύθυνους εφαρμογής του Μνημονίου – μένει πια η εύθραυστη δημοσιονομική ισορροπία, η οποία βεβαίως διασφαλίζεται όσον οι φόροι και οι εισφορές στο ασφαλιστικό σύστημα παραμένουν στα ύψη. Μην επιτρέποντας έτσι την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και επομένως και την πραγματική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αύξηση της απασχόλησης και της ανάπτυξης – και τη μόνιμη μείωση της ανεργίας.

Γι’ αυτό χρειάζεται αλλαγή διακυβέρνησης, άμεσα. Διαφορετικά, το τραπεζικό σύστημα θα συνεχίζει να καθίσταται όλο και πιο αδύναμο να βοηθήσει την οικονομία, ενώ το σύστημα παροχής δημόσιων αγαθών θα φθάσει επίπεδα μη εύκολα αναστρέψιμης κατάρρευσης. Ταυτόχρονα δε γίνεται εναργέστερο ότι το πολιτικό προσωπικό των παρατάξεων που συγκυβερνούν δεν επαρκεί για να οδηγήσει στην έξοδο από το τέλμα της κρίσης.

Στην αστική δημοκρατία άλλες παρατάξεις ζητούν την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας. Η οποία, ως κυριαρχικά αποφασίζουσα, καλείται να επιλέξει, έχοντας – ελπίζουμε πια – συναίσθηση της ευθύνης της επιλογής της. Γιατί είναι ακριβώς αυτή η κοινωνία που «νομιμοποίησε» τον λαϊκισμό, οδηγώντας σε τραγική οπισθοδρόμηση την οικονομία. Κοινωνία της οποίας ένα, ακόμη και σήμερα, σημαντικό τμήμα συνεχίζει να επικαλείται, ως τον αποδιοπομπαίο τράγο όλων των δεινών, τα συγκεκριμένα διεφθαρμένα στελέχη του «παλαιού» πολιτικού συστήματος καθώς και της σάπιας επιχειρηματικής τάξης, με τη σύμπραξη των «ξένων δανειστών», των Ευρωπαίων …

Είναι η ίδια αυτή κοινωνία που πρέπει να κατανοήσει ότι χωρίς τη δική της ενσυναίσθηση του προβλήματος, που δεν αφορά πλέον ιδεολογικές ή άλλες επιφανειακές πολιτικές διαφορές αλλά την ακεραιότητα και ικανότητα διακυβέρνησης, καθώς και της κατεύθυνσης αναζήτησης λύσεων, πεδίο ανάπτυξης δεν διαφαίνεται. Και ότι επίσης, με την ψήφο της, μπορεί ενδεχομένως να «βοηθήσει» το ενεργό πολιτικό προσωπικό στη χώρα να αντιληφθεί καταρχήν το μέγεθος της ικανότητάς του, σε σχέση με αυτό των προβλημάτων. Έτσι ώστε να μπορέσει, τουλάχιστον στην πλειονότητά του, το προσωπικό αυτό να κατανοήσει την αναγκαιότητα σύμπτυξης πολιτικών συμμαχιών. Και με πλειοψηφικά σχήματα στο Κοινοβούλιο, εκείνων των εκλεγμένων πολιτικών που θα ασκήσουν νομοθετικό και ελεγκτικό έργο, θα στηρίξουν το τόσον αναγκαίο και βαρύ μεταρρυθμιστικό έργο της επόμενης κυβέρνησης.

Έργο το οποίο θα κληθεί να εκπονήσει ο εκτελεστικός βραχίονας ενός σχήματος διακυβέρνησης, που θα στελεχώνεται από άξια και ικανά να παράγουν αποτελέσματα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, με αποδεδειγμένη εμπειρία, γνώση, ακεραιότητα και ικανότητα συνεργασίας. Μόνο μια τέτοια διακυβέρνηση, με περιορισμένο αριθμό υπουργών από το εν ενεργεία πολιτικό προσωπικό, το οποίο ταυτόχρονα και ως προϋπόθεση θα καλείται να διασφαλίσει δια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της δεδηλωμένης εντέλει τις λύσεις, σε έναν ορίζοντα τουλάχιστον τριετίας, στα παρακάτω, ήδη προαναφερθέντα, πεδία, ώστε να επιτύχουν τις συνέργιες εκείνες στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή.

Καταρχήν αποτελεσματικές λύσεις για τη βαθιά και καλά τεκμηριωμένη, σταδιακή μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, η οποία θα επιφέρει θετικά αποτελέσματα και στην αποτελεσματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και των τομέων της υγείας και κοινωνικής φροντίδας και της εκπαίδευσης. Και επίσης για τη χωρίς καθυστέρηση θεσμική κατοχύρωση και αναβάθμιση των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα την επίσπευση της καθώς και τη καταλυτική βελτίωση των διαδικασιών διακανονισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δε ταυτόχρονη, «έξυπνη» επένδυση των τραπεζών στη βελτίωση της τεχνογνωσίας τους και της ποιότητας του στελεχιακού δυναμικού τους, θα επιφέρει εντυπωσιακή απομείωση, στο ορατό μέλλον, των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Απεγκλωβίζοντας έτσι το τραπεζικό σύστημα, που σταδιακά θα ενισχύσει τη χρηματοδότηση της ιδιωτικής οικονομίας.

Τέλος, μια ολοκληρωμένη – δυστυχώς εκ νέου – παρέμβαση στο ασφαλιστικό σύστημα είναι αναγκαία, ώστε να επαναπροσδιορισθούν οι όροι της βιωσιμότητάς του και της μειούμενης επιβάρυνσης του δημόσιου προϋπολογισμού. Ενώ, για τη σωτηρία του, σταδιακά θα επιβαρύνονται όλο και λιγότερο οι επόμενες γενιές των συνταξιούχων και θα βελτιώνονται οι προοπτικές συνταξιοδότησης των γενεών μετά τη δεκαετία -ορόσημο του 2050. Τέλος δε, οι λελογισμένες, σταδιακές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και η υιοθέτηση μιας πρακτικής συνεπούς τήρησης των κανόνων του φορολογικού πλαισίου, θα έλθουν ως «κερασάκι στην τούρτα» για να ενισχύσουν περαιτέρω την αναπτυσσόμενη δυναμική.

Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε στην εσπευσμένη ωρίμανση του πολιτικού προσωπικού της χώρας; Τουλάχιστον των με εκσυγχρονιστικό προσανατολισμό παρατάξεων;

 

4/9/2018

[1] Ο Δρ Ν. Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ