Στο νομοσχέδιο «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις», υπάρχει ειδική διάταξη για την νομική ασυλία τραπεζικών στελεχών.
Στο άρθρο 5 του νομοσχεδίου προβλέπεται:
- «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’ έγκληση».
Στο εξής δεν μπορεί αυτεπάγγελτα ένας εισαγγελέας να ασκήσει δίωξη όταν διαπιστώσει απιστία τραπεζικού στελέχους, ακόμη και στην περίπτωση που η τράπεζα έχει εμφανώς ζημιωθεί. Για να ασκηθεί δίωξη θα πρέπει η ίδια η τράπεζα να υποβάλει μήνυση σε βάρος του τραπεζικού στελέχους που διέπραξε το αδίκημα της απιστίας.Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο φόβος αυτεπάγγελτης δίωξης από τους εισαγγελείς απέτρεπε πολλά τραπεζικά στελέχη από το να βάλουν την υπογραφή τους σε γενναίες αναδιαρθρώσεις δανείων.
Το ακαταδίωκτο τραπεζικών στελεχών και άλλων επιχειρηματιών επεκτείνεται και σε υποθέσεις του παρελθόντος.
Το άρθρο 6 του ίδιου νομοσχεδίου προβλέπει :
- «εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις απιστίας για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός 4 μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους».
Με απλά λόγια, όλες οι υποθέσεις απιστίας για τις οποίες οι εισαγγελείς άσκησαν διώξεις χωρίς να έχει υποβληθεί μήνυση, θα πάνε στο αρχείο, εάν μέσα σε διάστημα 4 μηνών δεν υποβληθούν μηνύσεις….