Οι Έλληνες στα χρόνια της κρίσης πέρασαν δύσκολα και συνεχίζουν να περνούν. Το εισόδημά τους συρρικνώθηκε, η αγοραστική τους δύναμη περιορίστηκε, οι καταναλωτικές τους ανάγκες μειώθηκαν ενώ οι επιπτώσεις της ύφεσης, αν συνυπολογιστεί στα παραπάνω το υψηλό ποσοστό της ανεργίας, όπως φαίνεται  θα έχουν περαιτέρω δυσμενείς συνθήκες τόσο στο εγγύς όσο και στο μακροπρόθεσμο μέλλον.

Τρία στα δέκα νοικοκυριά στην Ελλάδα διαβούν με ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο των 10.000 ευρώ, ενώ το μηνιαίο εισόδημα για τα μισά νοικοκυριά της χώρας δεν επαρκεί για όλο το μήνα.

Αυτό διαπιστώνει έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών.

Από τα ευρήματα της έρευνας καταγράφεται μια βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ εμφανείς είναι οι επιπτώσεις από την 10ετή οικονομική κρίση και την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που επιλέχθηκε ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 804 νοικοκυριών, στο διάστημα 7 έως 12 Δεκεμβρίου 2018 παρατηρείται οριακή βελτίωση της εισοδηματική κινητικότητας.

Το 43,9% των νοικοκυριών δήλωσε μείωση των εισοδημάτων το 2018 σε σχέση με το 2017, αλλά και ένα αυξανόμενο ποσοστό (48,9% έναντι 35,6% στην έρευνα 2017) δήλωσε σταθεροποίηση της εισοδηματικής του κατάστασης. Αύξηση του εισοδήματος δήλωσε το 7,1% των νοικοκυριών έναντι 2% της περσινής έρευνας εισοδήματος.

Το 61,1% δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Επιπλέον το 12,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Από αυτά τα νοικοκυριά 1 στα 2 (51%) δήλωσαν ότι έλαβαν κοινωνικό μέρισμα κατά το προηγούμενο έτος και 1 στα 3 περίπου (35,3%) δήλωσαν ότι έλαβαν κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης.

Την ίδια ώρα, στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500 ευρώ, το 18,7% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 45% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.

Αδυναμία αποταμίευσης

Πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά δηλώνει ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα. Για τα αυτά νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί κατά μέσο όρο για 19 ημέρες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα καταγράφεται στα πολυμελή νοικοκυριά όπου το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο το μήνα σε ποσοστό 62,6 %. Παράλληλα 9 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.

Αρνητικές προσδοκίες για το 2019

Οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν αρνητικές, καθώς το 52% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης το 2019, το 33,9% εκτιμά ότι θα παραμείνει σταθερή, ενώ το 11,3% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του. Τα σχετικά ευρήματα είναι καλύτερα σε σχέση με τις αντίστοιχες έρευνες των προηγούμενων ετών, ωστόσο οι προσδοκίες των νοικοκυριών παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές. Ενδεικτικό είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δηλώνει ότι θα μπορούσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του μήνα με λιγότερα από 1.000 ευρώ (31,8%).

Κυριότερη πηγή εισοδήματος η σύνταξη για τα μισά νοικοκυριά

Η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για τα μισά περίπου νοικοκυριά. Αποτελεί μάλιστα και τη δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος για το 15,5% των νοικοκυριών. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας για 1 στα 10 (10,3%) νοικοκυριά η σύνταξη αποτελεί την κυριότερη και την δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος, ενώ για περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά (21,5%) η σύνταξη αποτελεί την μόνη πηγή εισοδήματος.

Όπως τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ, από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι μια ενδεχόμενη μείωση των συντάξεων πιθανότατα θα έχει δυο αρνητικές συνέπειες: α) θα αυξήσει το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των νοικοκυριών και β) θα περιορίσει την κατανάλωση δημιουργώντας προϋποθέσεις ύφεσης της οικονομίας.

Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν σε πολύ χαμηλό ποσοστό (6,7%), κάτι που – όπως τονίζεται – υποδηλώνει αδυναμία των επιχειρηματικών μονάδων να εξασφαλίσουν ένα επαρκές και αξιοπρεπές εισόδημα στα νοικοκυριά. Από την άλλη η μερική αύξηση του μεριδίου μισθών (40,1%) που καταγράφεται συνδέεται με την αύξηση της μισθωτής απασχόλησης.

Δύο στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον έναν άνεργο

Στο σκέλος της απασχόλησης, η έρευνα διαπιστώνει ότι περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 70,2% του συνολικού αριθμού των ανέργων.

Με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς εφορία και τράπεζες δύο στα 10 νοικοκυριά

Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 18,9% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Το 44% αυτών των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποια ρύθμιση, ενώ το 6,1% είχε αλλά την έχασε. «Το γεγονός ότι περισσότεροι από 1 στους 2 οφειλέτες δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους αποτελεί ένδειξη ότι βρίσκονται σε πάγια αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών και αναζητά λύσεις παρατείνοντας τους χρόνους αποπληρωμής» σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ, προσθέτοντας ότι η θεσμοθέτηση αποτελεσματικών ρυθμίσεων των ληξιπροθέσμων οφειλών αποτελεί διαχρονικό ζητούμενο.

Βάσει των ευρημάτων της έρευνας ένα στα πέντε νοικοκυριά εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το 2019.

Το 36,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες (κάρτες δανείων, καταναλωτικά, στεγαστικά δάνεια), ενώ από αυτά τα νοικοκυριά σχεδόν 1 στα 3 (27,7%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Αντίστοιχα 1 στα 3 (28,4%) νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς τις τράπεζες.

Ο δείκτης ανησυχίας απώλειας ακινήτου παραμένει σταθερά υψηλός καθώς 1 στα 5 νοικοκυριά (19,9%) δηλώνει φόβο ότι θα χάσει το ιδιόκτητο σπίτι του λόγω αδυναμίας καταβολής δόσεων ή/και φόρων.

Επίσης το 7,2% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με δέσμευση /κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (4,4% το 2017 και 4% το 2016).

Σε ό,τι αφορά στους δείκτες κατανάλωσης, στη φετινή έρευνα καταγράφεται εμφανής βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες, αν και σε ευρείες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης.

Ειδικότερα σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης, το 45,8% του πληθυσμού σημείωσε περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης, το 42,7% στις εξόδους και το 38,9% στα ειδή δώρων.

Στα είδη διατροφής μείωση στις δαπάνες δήλωσε το 25,2% (έναντι 40,2% το 2017) ενώ αύξηση το 26% (έναντι 22,1% το 2017).

Για την υγεία και τα φάρμακα μείωση στις δαπάνες δήλωσε το 6,9% (12,4% το 2017) και αύξηση το 30,7% (31,1% το 2017). Ωστόσο ο αριθμός των νοικοκυριών που καλύπτει με ιδιωτικές δαπάνες την υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη  και τη θέρμανση παραμένει σημαντικά υψηλός.

Ενισχύεται η χρήση πλαστικού χρήματος

Αύξηση, σημείωσε η χρήση του πλαστικού χρήματος για την κάλυψη των υποχρεώσεων των νοικοκυριών. Πλέον το 80,4% των νοικοκυριών χρησιμοποιεί πλαστικό χρήμα και e-banking για αγορά αγαθών και πληρωμή λογαριασμών, ενώ το 19,6% προτιμά να πληρώνει μόνο με μετρητά (από 22,8% στην προηγούμενη μέτρηση).

Όπως τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και παρά τις πολυετείς δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα, δίνει ένα περιθώριο προώθησης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Η Συνομοσπονδία τονίζει πως απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ