Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε την Τρίτη σχέδιο νόμου το οποίο χαλαρώνει σημαντικά τους κανόνες που είχαν επιβληθεί στις τράπεζες μετά την κρίση της περιόδου 2007-2009 στις ΗΠΑ, εξέλιξη που χαρακτηρίζεται μεγάλη νίκη για το στρατόπεδο του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Το σχέδιο νόμου ανακαλεί την ισχύ αρκετών από τους κανόνες των Ντοντ και Φρανκ (2010) που επέβαλαν περιορισμούς στις δραστηριότητες των μικρότερων τραπεζών και άλλων δανειστών. Προεκλογικά, ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι θα φρόντιζε να τονωθεί η ανάπτυξη η οποία κατ’ αυτόν εμποδιζόταν από το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο που επιβλήθηκε εξαιτίας της κρίσης.
Tο σχέδιο νόμου, το οποίο είχε εγκριθεί από τη Γερουσία τον Μάρτιο, σηματοδοτεί την πρώτη μείζονα αλλαγή των κανόνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ μετά την κρίση, εξαιτίας της οποίας χρειάστηκε να «διασωθούν» μεγάλες τράπεζες της Γουόλ Στριτ με χρήματα των φορολογουμένων, κάτι που κόστισε περί τα 700 δισ. δολάρια.
Οι ρεπουμπλικάνοι χαρακτήριζαν τα μέτρα αυτά υπερβολικά υποστηρίζοντας ότι δεν επέτρεπαν στις τράπεζες να χορηγούν περισσότερα δάνεια. Αρκετοί δημοκρατικοί από την άλλη αντέτειναν ότι προσέφεραν στους καταναλωτές και στους φορολογούμενος ένα επίπεδο απολύτως απαραίτητης προστασίας.
Το σχέδιο νόμου, που εγκρίθηκε με 258 ψήφους υπέρ έναντι 159 κατά, ανεβάζει τον πήχη πάνω από τον οποίο οι τράπεζες χαρακτηρίζονται συστημικά επικίνδυνες και υπάγονται σε αυστηρότερη εποπτεία στα 250 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα 50. Ταυτόχρονα, χαλαρώνει τους κανόνες για τις συναλλαγές, τον δανεισμό και τα ίδια κεφάλαια για τις τράπεζες με στοιχεία ενεργητικού που δεν υπερβαίνουν τα 10 δισεκατομμύρια.
Πάντως δεν εξασθενίζει την αρχή προστασίας των καταναλωτών που είχε δημιουργηθεί με τα μέτρα των Ντοντ-Φρανκ, που βρισκόταν σταθερά στο στόχαστρο των ρεπουμπλικάνων, οι οποίοι έριζαν πως υπερβαίνει συστηματικά τη δικαιοδοσία της.
Tο σχέδιο νόμου περιέχει ορισμένες πολύ συγκεκριμένες διατάξεις οι οποίες θα βοηθήσουν κάποιες μεγαλύτερες τράπεζες, για παράδειγμα επιτρέπει σε ιδρύματα που ειδικεύονται στη διαχείριση περιουσίας, όπως οι BNY Mellon και State Street Corp, να εξαιρούν τις τοποθετήσεις τους σε κεντρικές τράπεζες από τους αυστηρούς κανόνες υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων τους. Παράλληλα προσφέρει ευνοϊκότερους όρους ως προς τη διαχείριση αξιόγραφων που εκδίδουν δήμοι, μέτρο που αναλυτές προεξοφλούν πως θα βοηθήσει πάνω απ’ όλες την τράπεζα Citigroup.
Πάντως οι υποστηρικτές του νομοσχεδίου, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, διαβεβαίωσαν ότι παραμένουν αλώβητα τα μέτρα των Ντοντ-Φρανκ για την σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη μείωση των κινδύνων από τις κινήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων. Δεν αλλάζει επίσης ο λεγόμενος «κανόνας Βόλκερ», που απαγορεύει στις τράπεζες της Γουόλ Στριτ να βάζουν ριψοκίνδυνα στοιχήματα, ιδίως σε παράγωγα, με ίδια κεφάλαια, ούτε εμποδίζονται οι ρυθμιστικές αρχές να αποφασίζουν την επιβολή αυστηρότερων κανόνων σε μεγάλες τράπεζες που θεωρούνται συστημικές.