Αναρτήθηκε χθες στον ιστοχώρο της Τράπεζας της Ελλάδος η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Ιούνιος 2021, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές τον χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Η Έκθεση αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).

Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μαζί με το νέο κύμα αθετήσεων που αναμένεται να προκύψει από την πανδημία (το οποίο όμως δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τομέα.

Η ΤτΕ τις σημαντικές πρωτοβουλίες εκ μέρους των τραπεζών και της ελληνικής κυβέρνησης με την εφαρμογή του Προγράμματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (Hellenic Asset Protection Scheme), οι οποίες όπως αναφέρει, αναμφισβήτητα συνέβαλαν επιτυχώς στη μείωση των “κόκκινων δανείων”

Η ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος,  σε ό,τι αφορά τους κινδύνους ρευστότητας και αγοράς, καλύπτει την περίοδο έως και τον Απρίλιο του 2021.

Στα συμπεράσματά της διαπιστώνει πως η πανδημία Covid-19 επηρέασε καθοριστικά την οικονομική δραστηριότητα το 2020, οδηγώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και προκαλώντας κλυδωνισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ωστόσο, μια σειρά μέτρων, που εφαρμόστηκαν από τις αρχές (ελληνική κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) και καταγράφονται αναλυτικά στην παρούσα Έκθεση, περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τις υπάρχουσες, όσο και τις νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την πανδημία και να διασφαλίσει την αδιάκοπη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Μη εξυπηρετούμενα Δάνεια

Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ως προς το σύνολο των χορηγήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα νέα ΜΕΔ που εν δυνάμει θα δημιουργηθούν από την πανδημία.

 

  • «οι τράπεζες θα πρέπει να επισπεύσουν τη διαδικασία αναγνώρισης των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, καθώς, με τη κατάργηση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών, θα πρέπει να αποτυπώσουν με διαφάνεια τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν» .

Σε σχέση με την κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος υποστηρίζει πως

  • «βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τα εποπτικά μέτρα για την κεφαλαιακή ελάφρυνση».

Ωστόσο, σημειώνει πως

  • «η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, δεδομένου του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credits), η οποία θα αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες εφαρμόζουν τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, δημιουργεί αυξημένους κινδύνους μεσοπρόθεσμα».

Τα κρατικά ομόλογα

Αναφερόμενος στο επιχειρησιακά ζητήματα του κλάδου, ο διοικητής της ΤτΕ υποστηρίζει ότι η επί μακρόν συνέχιση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και τα υφιστάμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής επηρέασαν ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, συμβάλλοντας στο λειτουργικό του αποτέλεσμα για τη χρήση 2020.

Ωστόσο, προσθέτει πως η οργανική κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή, καθώς η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών δεν αποδίδεται στην αυξημένη προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.

Τέλος, αναφέρει στην έκθεση ότι

  • η αυξανόμενη διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων, καθώς η έκθεση των ελληνικών τραπεζών, μέσω τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, προγραμμάτων χορήγησης εγγυήσεων δανείων και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.

Μη ικανοποιητική η χορήγηση νέων δανείων

Αναφορικά με το ρόλο των τραπεζών στη χρηματοδότηση της οικονομίας, καλεί τις διοικήσεις τους να τον ενισχύσουν περαιτέρω, καθώς η οικονομική ανάκαμψη θα εδραιώνεται σταδιακά.

  • «Η επαγρύπνηση και οι πρόσθετες πρωτοβουλίες σχετικά με την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ και την ενίσχυση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών εξακολουθούν να αναδεικνύονται ως προτεραιότητες για τον περιορισμό των κινδύνων και την ενίσχυση της παροχής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία»

Επίσης, καθιστά σαφές ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα πρέπει να είναι σταδιακή και κρίνεται επιβεβλημένη η ενισχυμένη παρακολούθηση της διασύνδεσης του κράτους και του τραπεζικού τομέα.

Η ανάκαμψη

Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% και 5,3% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα ανακάμψουν από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, με τη συμβολή και των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU).

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο ρυθμός της ανάκαμψης επηρεάζεται και από την επίτευξη ανοσίας του πληθυσμού και την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης, η οποία θα καθορίσει και την πορεία των τουριστικών εισπράξεων.

Αρνητικά, ενδέχεται να επιδράσουν τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων από το NGEU. Σε αντίστροφο ενδεχόμενο, δηλαδή ταχύτερης του αναμενομένου απορρόφησης πόρων, ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 θα επιταχυνθεί.

Στην ίδια θετική κατεύθυνση εκτιμάται ότι θα επενεργήσει και τυχόν επιτάχυνση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών μετά την πανδημία. Ως προς τις αβεβαιότητες που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, επισημαίνονται:

α) η τυχόν επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων σε χώρες προέλευσης τουριστών και
β) οι γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή και τυχόν αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης.