Θετικά αλλά αρνητικά είναι τα μηνύματα της έκθεσης του οίκου αξιολόγησης Fitch τόσο για το χρέος όσο και την πιστοληπτική ικανότητα της ελλ. οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα.
Συγκεκριμένα, ο οίκος εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος θα παραμείνει βιώσιμο, παρά το γεγονός ότι θα σημειωθεί σημαντική διόγκωσή του λόγω της πανδημίας, σημειώνοντας, ωστόσο,  ότι δεν θα υπάρξει, τουλάχιστον σύντομα, αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade).

Σύμφωνα με τον Fitch, το ελληνικό χρέος έφθασε στο 207% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020 από 181% που ήταν το 2019, εξαιτίας των αυξημένων δαπανών του Δημοσίου για να στηρίξει οικονομία και επιχειρήσεις από τις ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες της πανδημίας. Οι αναλυτές του Fitch εκτιμούν ότι το χρέος θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα και το 2021, ενώ θα υποχωρήσει στο 193% του ΑΕΠ το 2022. 

Χαμηλό το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους

Παρά ταύτα, όμως, η δομή και το προφίλ του ελληνικού χρέους είναι τέτοια ώστε καθιστούν χαμηλό το κόστος εξυπηρέτησής του. Ο οίκος εκτιμά ότι ο λόγος των πληρωμών τόκων προς τα έσοδα τα επόμενα δυο χρόνια θα είναι από τους χαμηλότερους στην κατηγορία αξιολόγησης «BB», δηλαδή στην κατηγορία την οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Αναμένει ότι το μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους (GNI) θα φθάσουν στο υψηλότερο επίπεδό τους στο διάστημα 2022 – 2023 αλλά θα παραμείνουν χαμηλότερα από το 15% του ΑΕΠ και μάλιστα σε ορίζοντα 10ετίας. 

Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι

Μεταξύ των μεγαλύτερων κινδύνων συμπεριλαμβάνονται οι χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των υψηλών πρωτογενών ελλειμμάτων. Στα θετικά το ότι τον Μάρτιο το ελληνικό Δημόσιο αποπλήρωσε περίπου το 65% των δανείων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ένας ακόμη παράγοντας που μειώνει το κόστος χρηματοδότησης, με τον οίκο να εκτιμά ότι το GNI για την επόμενη 2ετία θα βρεθεί κοντά στο 1,8% του ΑΕΠ. 
Τέλος, όπως σημειώνει ο οίκο, η διατήρηση των «θετικών προοπτικών» (stable outlook) για την οικονομία εκτιμάται ότι θα παραμείνει αμετάβλητη για διάστημα από ένα έως δύο έτη και ως εκ τούτου η συνολική αξιολόγηση θα παραμείνει χαμηλότερα από το επίπεδο investment grade.