του Νικήτα Καστή[1]

Ας ξεκινήσουμε από μια βασική, γενική διαπίστωση:

  • Οι χρηματοδοτήσεις κατάρτισης στην ελληνική αγορά εργασίας δεν “πιάνουν τόπο.

Η διαπίστωση αυτή καταρχήν δεν αφορά το – επίκαιρο – “πρόγραμμα τηλεκατάρτισης” των ελεύθερων επαγγελματιών. Το αντίθετο, το πρόγραμμα αυτό, παρά τις άλλες σοβαρές ατέλειες του, φαίνεται να ανταποκρίνεται στη βασική πρόνοια ποιότητας (αποτελεσματικότητας) των χρηματοδοτήσεων κατάρτισης, που είναι να συνδέονται με σχήματα επιδότησης και της απασχόληση.

Το πρόβλημα είναι γενικότερο.

Έχοντας ακόμη «ζωντανή» στα αυτιά μου την προ ολίγων ωρών σημερινή, Δευτεριάτικη ενημέρωση Τσιόδρα – και Χαρδαλιά –, για τη θετικά διαγραφόμενη πορεία της επιδημίας στη χώρα, μου ήλθαν στο μυαλό τα λεγόμενα του Διονύση Σαββόπουλου στην προηγηθείσα χρονικά, νομίζω χθεσινή, συνέντευξή του στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ. Όπου ο Διονύσης όλων μας, ήταν τόσον ακριβής και ταυτόχρονα τόσο γλαφυρός, εμπνέοντας αισιοδοξία και θετική σκέψη για τις προοπτικές της χώρας, παρά την ταλαιπωρία που υπέστη ο ίδιος από τον φιλοξενούντα δημοσιογράφο.

Ο Σαββόπουλος διείδε τα εν δυνάμει πλεονεκτήματα μιας κοινωνίας όπως η Ελληνική, στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα. Εφόσον καταφέρει να συνδυάσει, σε ατομικό και μαζί σε συλλογικό επίπεδο, τον επιστημονικό λόγο και τον ορθολογισμό του δυτικού πολιτισμού, στο σχέδιο και την εφαρμογή, ως «οδηγό» πολιτικής, με το συναίσθημα, την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση στην επικοινωνία και στην έκφραση της συλλογικότητας, με το φιλότιμο ως κληρονομιά της «ανατολής». Αυτά καταρχήν είδε με ενάργεια να αποτυπώνονται στο πρόσωπο και την πολιτεία του Σωτήρη Τσιόδρα!

Και ακόμη ο καλλιτέχνης, εκφράζοντας το κοινό αίσθημα, εκδήλωσε την αισιοδοξία του για την Ελλάδα, γιατί, όπως ο ίδιος το εξέλαβε, για πρώτη φορά η «γνώση» αποτέλεσε τη βάση άσκησης πολιτικής, τουλάχιστον στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, ευχόμενος αυτό να γενικευθεί.

Σε αντίθεση με ό,τι αποτελεί τον κανόνα άσκησης πολιτικής σε όλους τους άλλους τομείς, μέχρι σήμερα.

  • Ιδιαίτερα μάλιστα σε όσους τομείς απαιτούνται υψηλών απαιτήσεων παρεμβάσεις στην οικονομική πολιτική καθώς και στις πολιτικές απασχόλησης. Έτσι ώστε να μην επαναληφθεί το σενάριο των δυσμενών επιπτώσεων της προηγούμενης δημοσιονομικής κρίσης.

Κάτι τέτοιο δεν το βλέπουμε, δυστυχώς ακόμη, ως πρακτική διακυβέρνησης.

Αντίθετα, τρέχουσες, ήδη από πολλών ετών καθιερωμένες πρακτικές φαίνεται και τώρα να επικρατούν, στην προσπάθεια αντιμετώπισης των επιδεινούμενων συνθηκών στην αγορά εργασίας.

  • Που περιλαμβάνουν συνήθως μαζικές επιδοτήσεις κατάρτισης, μέσω των «πιστοποιημένων» δομών, παρά τα καταγεγραμμένα πολύ περιορισμένα αποτελέσματα μείωσης της ανεργίας και, το κυριότερο, ενίσχυσης των βιώσιμων μορφών απασχόλησης. Αποτελούν δε τυπική περίπτωση μέτρων πολιτικής, που δεν βασίζονται στην (επιστημονική) «γνώση», αλλά αποκλειστικά σχεδόν στη διαίσθηση και σε άλλες επιλογές του πολιτικού προσωπικού.

Στις δε «συνομιλίες», κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα, με φίλους και συνεργάτες, φαίνεται ότι, ακόμη και σήμερα, πολλοί επιμένουν να διερωτώνται, με κάθε ειλικρίνεια, γιατί αυτής της μορφής οι επιδοτήσεις κατάρτισης δεν έχουν παρά ελάχιστες επιστροφές για τα άτομα και την κοινωνία.

Κι όμως, η απάντηση είναι τόσον απλή:

  • Πράγματι η κατάρτιση μπορεί να έχει επίδραση στην αγορά εργασίας, όπως πολλοί – και μεταξύ αυτών που αποφασίζουν για τις εν λόγω χρηματοδοτήσεις – θέλουν να πιστεύουν.
  • Αλλά, υπό προϋποθέσεις, όπως αυτές δεν υφίστανται, εδώ και πολύ καιρό, ήδη πριν την κρίση του 2009-10, στο ελληνικό περιβάλλον.

Μια και, με την υφιστάμενη κατάσταση στην αγορά, που χαρακτηρίζεται από ελάχιστη ζήτηση εργασίας (βλ. 0.6% ετήσιος ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας το 2017), ενέργειες (μαζικής) επανα-κατάρτισης θα μπορούσαν μόνον να λειτουργήσουν αποκλειστικά σε συνδυασμό με πολιτικές επιδότησης της απασχόλησης. Ώστε, συντονισμένα, ενώ μειώνεται το κόστος δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, δια της επιδότησης των επιχειρήσεων, άνεργοι και εργαζόμενοι προετοιμάζονται, με επίσης επιδοτούμενη κατάρτιση, να καλύψουν με επάρκεια αυτές τις θέσεις.

Έτσι και μόνον έτσι, η κατάρτιση γίνεται χρήσιμη στον άνεργο και τον εργαζόμενο, ακόμη και στον εργοδότη. Ιδιαίτερα δε όταν προσφέρεται – συνολικά ή εν μέρει – στον χώρο εργασίας (“work-place learning”). Δυστυχώς, οι ευχές του Σαββόπουλου δεν έχουν ακόμη εισακουσθεί, και η διεθνής εμπειρία και επιστημονική γνώση στο πεδίο δεν φαίνεται να αποτελεί την εκάστοτε βάση για το σύνολο της οικονομικής και της πολιτικής απασχόλησης, στη χώρα.

Πάντως, ας μην απογοητευόμαστε ακόμη.

Σκεφθείτε μόνον πόσον ασφαλέστεροι, εμείς οι πολίτες και ως οικονομικά υποκείμενα, θα αισθανόμασταν εάν η κυβέρνηση συνέστηνε μιαν – αντίστοιχη των επιδημιολόγων – «επιτροπή εμπειρογνωμόνων» οικονομικής πολιτικής, για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της κρίσης.

Και πόσον καλύτερα στοχευμένα και αποτελεσματικότερα θα ήταν τα αναλαμβανόμενα μέτρα!

  • Για τη μέγιστη αξιοποίηση των κατ’ ελάχιστον 10 δις €, που έχουν καταρχήν προσδιορισθεί να κατευθυνθούν σε δράσεις ενίσχυσης της απασχόλησης καθώς και προετοιμασίας (επανακατάρτισης) του ανθρώπινου δυναμικού.

Και κάτι ακόμη.

Να διευκρινίσω ότι το επίκαιρο «πρόγραμμα τηλεκατάρτισης», για τους επιστήμονες-επαγγελματίες, θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί παρέμβαση «καλής συνταγής».

Στο πλαίσιο του οποίου προβλέπεται, εκτός της επιδότησης της κατάρτισης, και η επιδότηση (απασχόλησης) των επαγγελματιών.

  • Άλλο εάν εμείς, βαφτίζουμε κι αυτήν «επίδομα κατάρτισης»!

Στην Ελλάδα είμαστε άλλωστε, όπου δυστυχώς, οι ατέλειες του προγράμματος να είναι τόσες, που καταλυτικά προσδιορίζουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Είπαμε, οι ευχές του Διονύση δεν έχουν ακόμη εισακουσθεί!

 

[1] Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Ανθρώπινου Κεφαλαίου – Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ