Η δημοσιονομική επίπτωση από τα μέτρα στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα, που πήραν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης κατά τη διάρκεια και μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ήταν μεγάλη και με σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών, ενώ έχει εν μέρει μόνο αναστραφεί, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η μελέτη των João Domingues Semeano and Marien Ferdinandusse περιλαμβάνεται στο οικονομικό δελτίο της ΕΚΤ και έχει τίτλο: «Η δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα: Πού βρισκόμαστε μία δεκαετία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση;»
Η επίπτωση στον λόγο του δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης προς το ΑΕΠ κορυφώθηκε το 2012, όταν ανήλθε στο 5,9%, ενώ το 2017 υποχώρησε στο 4,1%. Η μέγιστη επίπτωση από τα μέτρα στήριξης στον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ ανήλθε σε 10% ή περισσότερο σε οκτώ χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες περιλαμβάνονται η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Σλοβενία καθώς και οι τέσσερις χώρες που ζήτησαν πρόγραμμα προσαρμογής: η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία.
Η επίπτωση των μέτρων στήριξης στο ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης έχει αρχίσει να αντιστρέφεται μερικά, με αργό ρυθμό, στις περισσότερες χώρες, χάρη στο εισόδημα που δημιουργείται από τα μέτρα αυτά, όπως τα μερίσματα από τις μετοχές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τις προμήθειες από τις εγγυήσεις του δημοσίου καθώς και την πώληση χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού. Μεταξύ των χωρών, η Ιρλανδία σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάκτηση της στήριξης που έδωσε στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με την επίπτωση των μέτρων στήριξης στον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ να έχει μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες το 2017 σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό της. Σημαντική ήταν η ανάκτηση και στην περίπτωση της Ολλανδίας (10 ποσοστιαίες μονάδας από το υψηλότερο επίπεδο), της Λεττονίας και της Γερμανίας (έξι ποσοστιαίες μονάδες). Ωστόσο, το χρέος της Ιταλίας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας αυξήθηκε το 2017 λόγω (νέων) μέτρων στήριξης.
Όσον αφορά στο συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Ευρωζώνης, τα μέτρα στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα είχαν πολύ σημαντική επίπτωση σε αυτό το 2010 (0,7% του ΑΕΠ), το 2012 (0,5% του ΑΕΠ) και το 2013 (0,3% του ΑΕΠ). Το 2008, μόνο η Γερμανία κατέγραψε μία αισθητή αύξηση στο έλλειμμά της λόγω αυτών των μέτρων, αλλά το 2009 υπήρχαν έξι χώρες σε ανάλογη κατάσταση και το 2012 ο αριθμός τους κορυφώθηκε σε εννιά. Αν και μειώνεται έως πρόσφατα, η επίπτωση στο έλλειμμα της Ευρωζώνης δεν ήταν ποτέ μηδενική στα τελευταία δέκα χρόνια και το 2017 σημειώθηκε νέα αύξηση λόγω των κεφαλαιακών μεταβιβάσεων στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Κύπρο. Αν παρατηρήσει κανείς την επίπτωση σε διάρκεια αρκετών ετών, σε πολλές περιπτώσεις αυτή ήταν αντίστοιχη ή και πολύ μεγαλύτερη από την επίπτωση των δημοσιονομικών μέτρων που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των κανονικών δημοσιονομικών κύκλων. Η σωρευτική επίπτωση από το 2008 έως το 2017 ήταν μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε οκτώ χώρες, κυμαινόμενη από μία αύξηση του ελλείμματος άνω των 4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ στην Ισπανία, την Αυστρία και τη Λεττονία έως άνω των 27 ποσοστιαίων μονάδων στην Ιρλανδία.
Οι δυνητικές υποχρεώσεις (contingent liabilities) μειώθηκαν από άνω του 8% του ΑΕΠ το 2009 στο 1,4% το 2017. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ρητές εγγυήσεις που έδωσαν πολλές κυβερνήσεις της Ευρωζώνης σε μεμονωμένα ιδρύματα στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης ή, σε λίγες περιπτώσεις, η χρηματοδότηση οχημάτων διαχείρισης ενεργητικού (asset management vehicles) έχουν σταματήσει. Αυτό αποτελεί μία κυρίως θετική εξέλιξη, καθώς δεν υπήρξε ανάγκη ανανέωσης των εγγυήσεων που έληγαν λόγω της επανόδου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναφέρει η μελέτη. Έξι χώρες της Ευρωζώνης – μεταξύ των οποίων η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία – είχαν το 2017 ακόμη εκκρεμείς δυνητικές υποχρεώσεις πάνω από το 1% του ΑΕΠ.
Η ευρεία, σημαντικού μεγέθους και μεγάλης διάρκειας δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων στήριξης του χρηματοπιστωτικού τομέα υπογραμμίζει την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου της Ευρωζώνης, σημειώνει η μελέτη της ΕΚΤ, προσθέτοντας: «Όπως ανέφεραν τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής της Ευρωζώνης στις 29 Ιουνίου 2018, πρέπει να γίνει ακόμη πρόοδος για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Περαιτέρω εργασία σε αυτή τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, καθώς και η συνέχιση των προσπαθειών για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, θα είναι αναγκαίες για την αποτροπή μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων και τον μετριασμό της σχετικής δημοσιονομικής επίπτωσης».