αναδημοσίευση, περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μαι-Ιουν

……………………………….

Διπλό στοίχημα για τα funds το “Greek scenario”. Αυτό της προοπτικής απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας για την οικονομία και της επιστροφής της κεφαλαιαγοράς στην ομάδα των αναπτυγμένων, από όπου εξέπεσε το 2013.

Με στόχευση μία δεκαετία μετά την υποβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την MSCI –εξέλιξη που, τότε, είχε σημάνει τη δραματική μείωση των επενδυτών που διατηρούν κεφάλαια σε αγορές «πρώτης γραμμής»–, τα πανίσχυρα funds επανέρχονται, θεωρώντας πως με ορίζοντα το 2023 η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι μία από τις πιο αποδοτικές τοποθετήσεις τους.

Παρότι ακόμη είναι πολύ νωρίς και οι κίνδυνοι αναταράξεων διεθνώς πολλοί, δεν είναι τυχαίο πως σε περίοδο πανδημίας έχουν προχωρήσει business που ξεπερνούν τα 10 δισεκατομμύρια τους, μόλις, πρώτους πέντε μήνες του 2021.

H «σιγή» της Moodys

 Η επαναφορά του χρηματιστηρίου (της κεφαλαιαγοράς ευρύτερα) συγχρονίζεται με την προοπτική αξιολόγησης του ελληνικού αξιόχρεου με «επενδυτική βαθμίδα». Η μη βαθμολόγηση, τελευταία, από τον οίκο Moody’s δεν έχει αλλάξει τα δεδομένα, καθώς, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, το outlook υπολείπεται κατά μία βαθμίδα του S&P και του Fitch, που απέχουν δύο σκαλοπάτια από το investment grade.

Το οικονομικό επιτελείο δεν «βλέπει» την απόκτηση της πολυπόθητης βαθμίδας πριν το 2023, ωστόσο τα πανίσχυρα επενδυτικά σπίτια θεωρούν πως οι επόμενες αναβαθμίσεις, έως και ένα «σκαλί» πριν την επενδυτική βαθμίδα, θα έρθουν σχετικά εύκολα. Και θα είναι, σύμφωνα με αυτά, η περίοδος που θα εισρεύσουν τα –αναλογικά– περισσότερα κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί σε «ελληνικά περιουσιακά στοιχεία» από το 2013 και μετά.

Το τελευταίο «σκαλί» θα επιτευχθεί μόλις το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, οι μεταρρυθμίσεις σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, η «μόχλευση» μέσω των πόρων του NGEU, πείσουν πως «γυρίζουν σελίδα». Διαδρομή επίπονη, καθώς προϋποθέτει τη μείωση των κόκκινων δανείων σε εύλογα επίπεδα και την πλήρη εφαρμογή του πτωχευτικού νόμου, για να καθαρίσουν οι ισολογισμοί αλλά και οι επιχειρήσεις-«ζόμπι», που είναι προβλήματα αλληλένδετα και φρενάρουν την οικονομία.

Undervalue

 Με τη συνολική αποτίμηση των εισηγμένων λίγο πάνω από τα 60 δισ. ευρώ, το χρηματιστήριο είναι (με όρους ΑΕΠ) φθηνότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και χαμηλότερο από αυτά της κατηγορίας των αναδυόμενων (Emerging Markets).

Σε αυτά τα επίπεδα η μερισματική απόδοση διαμορφώνεται στο 5,2% (σύμφωνα με την JP Morgan), όταν ο μέσος όρος των Emerging Markets είναι 2,6%, δηλαδή με μεγάλο premium.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως η κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων, εν μέσω πανδημίας λόγω Covid-19, ήταν μεγαλύτερη από άλλων αγορών αυτής της κατηγορίας. Πολύ δε περισσότερο αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα (όπως άλλωστε και η οικονομία, αλλά και η κοινωνία της χώρας) βίωσε μια πρωτόγνωρη μνημονιακή κρίση, με απίσχναση του «πλούτου» της σχεδόν κατά 25% σε μία δεκαετία. «Ούτε σε περίοδο πολέμου…», όπως εύγλωττα τονιζόταν από ξένους και Έλληνες αναλυτές.

Κι όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία επενδυτικών οίκων (JP Morgan, Goldman Sachs κ.ά.), η ελληνική επιχειρηματικότητα βγαίνει ανθεκτικότερη, με περισσότερα «αντισώματα», και από την κρίση της πανδημίας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ενεργοποιούν την προσοχή των funds και αρχίζουν να (ξανά) βλέπουν την οικονομία, την αγορά και τις επιχειρήσεις.

Eurobank: “Back to MSCI Greece”

 Για μια μερίδα αναλυτών η επάνοδος της Eurobank στον διεθνή δείκτη MSCI Greece μπορεί να σηματοδοτεί τη σταδιακή επιστροφή των ισχυρών ομίλων του χρηματιστηρίου σε μια κατηγορία στην οποία, κατά κανόνα, επενδύουν hyper funds, «αγοράζοντας» προοπτική σε διάρκεια χρόνου.

Μέχρι πρόσφατα, ο MSCI Greece είχε μείνει με μόλις τρεις εισηγμένες (ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Jumbo), με τη Eurobank, πλέον, να διαμορφώνει την πρώτη τετράδα. Σύμφωνα με αναλυτές της JP Morgan, αν η ανοδική πορεία συγκεκριμένων ομίλων συνεχιστεί το επόμενο διάστημα, τότε στην επόμενη αναδιάρθρωση των δεικτών θα μπορούσε να προστεθεί κι άλλη ή κι άλλες εισηγμένες, διευρύνοντας και πάλι το ελληνικό επενδυτικό «καλάθι». «Οδηγός» των ξένων είναι τα καλά αποτελέσματα 2020, το καλό πρώτο τρίμηνο 2021 και οι προβλέψεις για ένα εξίσου ισχυρό πρώτο εξάμηνο.

Για την ισχυρή θέση των εταιρειών στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου κύριες παράμετροι ήταν:

α) Το καλύτερο κλίμα στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα εξαγωγικοί όμιλοι (ΤΙΤΑΝ, Mytilineos, ElvalHalcor, Cenergy, Πλαστικά Θράκης κ.ά.) να ενισχύσουν τα αποτελέσματά τους.

β) Το εγχείρημα της ψηφιοποίησης του Δημοσίου και της οικονομίας, με την πληροφορική να αναδεικνύεται σε «καυτό» κλάδο (Quest, Space Hellas, Profile, Entersoft, Epsilon Net κ.ά.).

γ) Τα κοινοτικά κονδύλια, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των προσδοκιών και τα χαμηλά επιτόκια, έχουν αυξήσει τη ζήτηση στους κλάδους τσιμέντου, προφίλ αλουμινίου, προϊόντων χάλυβα.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός το ότι στο πρώτο τρίμηνο ενισχύθηκαν τα μεγέθη ομίλων όπως λ.χ. η ElvalHalcor στα 647,3 (από 530 εκατ.), η Cenergy στα 228,4 (από 219,5), η Quest στα 216,1 (από 147,8), ενώ άλλων, όπως ο ΟΤΕ, ο Mytilineos, ο ΤΙΤΑΝ, μειώθηκαν λίγο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020.

Το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας, συνδυαστικά με τον τουρισμό –που είναι αυξημένος σε σχέση με πέρσι–, δημιουργεί προσδοκίες πως και το δεύτερο τρίμηνο θα είναι καλό, συνολικά δε το πρώτο εξάμηνο θα είναι σαφώς πάνω από το περσινό.

Το γεγονός ότι η απόδοση μερισμάτων (από κέρδη χρήσεως) πιάνει τον αισιόδοξο στόχο που είχε τεθεί στην αρχή του έτους, φτάνοντας το 1,3 δισ., είναι μια πρώτη ένδειξη επιστροφής των εταιρειών στα προ Covid-19 επίπεδα.

Τα ξένα σπίτια 

Μάλιστα, μια μερίδα αναλυτών θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο το δεύτερο εξάμηνο (του 2021) να είναι καλύτερο από το πρώτο, ενισχύοντας έτσι τη δυναμική συγκεκριμένων ομίλων, εξωστρεφών επιχειρήσεων, καινοτόμων εταιρειών.

Αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια είναι η εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, εξέλιξη που θα δημιουργήσει «μόχλευση» σε περισσότερους κλάδους/τομείς δραστηριότητας.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε όλες, ανεξαιρέτως, τις εκθέσεις ξένων επενδυτικών οίκων, αναλύσεις χρηματιστηριακών, οι πόροι από την Κοινότητα αναφέρονται ως αγωγός αναβάθμισης της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας, με τη Morgan Stanley να σημειώνει ότι «(…) οι “ουλές” που θα αφήσει η πανδημία σε βάθος πενταετίας θα είναι μικρότερες από ό,τι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης…» και να υπολογίζει σε 8,8% του ΑΕΠ τις επιδοτήσεις που θα χορηγηθούν, με τη μόνιμη ζημιά για την οικονομία να περιορίζεται στο 1,5% την ίδια περίοδο.

Η στροφή των funds μπορεί να είναι αργή, είναι όμως διακριτή, αποτυπώνεται δε σε όλες τις περιπτώσεις ελληνικών assets. Από τα κρατικά ομόλογα, τις εταιρικές εκδόσεις, ακόμη και τις αυξήσεις κεφαλαίου, η σταδιακή υπερίσχυση των πιο μεσομακροπρόθεσμων επενδυτών, εκτοπίζοντας τους βραχυπρόθεσμους, τα hedge funds, εξελίσσεται για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο.

Πρακτικά, μετά τα lockdown και το «κλείσιμο» των οικονομιών, σε ελληνικά ομόλογα, μετοχές και άλλα προϊόντα άρχισαν να τοποθετούνται πιο ποιοτικοί επενδυτές, που ακολουθούν πιο ευρείες περιόδους διακράτησης.

Η αρχή έγινε με τις εκδόσεις του ΟΔΔΗΧ, συνεχίστηκε με τα εταιρικά ομόλογα και επιβεβαιώθηκε με την ΑΜΚ της Πειραιώς, τα στοιχεία για την επικείμενη ΑΜΚ της Alpha Bank, την ΑΜΚ της Aegean που είναι σε εξέλιξη και την αναμενόμενη του Ελλάκτορα.

Εν μέσω πανδημίας, η Αθήνα εξέδωσε χρέος με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, αυτήν την περίοδο το πενταετές τείνει να μηδενίσει και με τη συνδρομή της ΕΚΤ διατηρεί ένα «μαξιλάρι» ρευστότητας 30 plus δισεκατομμυρίων.

Σε αυτήν τη συγκυρία της κρίσης και των «απόνερών» της, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο (δηλαδή έχει περιοριστεί σημαντικά η έκθεση στο ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων). Παράλληλα, η μεγάλη έκταση/χρόνος ωρίμανσης του χρέους φέρνει μικρές ετήσιες πληρωμές (κατά μέσο όρο 5,5 δισ., από 10 δισ. πριν την κρίση και 17 δισ. στη διάρκειά της). Τι σημαίνει αυτό; Μεγαλύτερη ευελιξία στο οικονομικό επιτελείο να αμβλύνει τη βαριά φορολόγηση των επιχειρήσεων, να δώσει κίνητρα στις εισηγμένες, να τις διευκολύνει στην παραγωγή καλύτερου οικονομικού αποτελέσματος.

Συνεκτιμώντας το όφελος από το χαμηλό κόστος χρήματος (2019-2021), υπολογίζεται πως οι εισηγμένες έχουν ευνοηθεί μέχρι τώρα περί τα 2,5 δισ. ευρώ, που μέχρι το τέλος του έτους μπορεί να φτάσουν τα 3 δισ. ευρώ (στην τριετία). Μόνο από τη διαδοχική μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων (στο 22%) εξοικονομείται κεφάλαιο 700-800 εκατ. ευρώ, μεγάλο μέρος του οποίου χρηματοδοτεί επενδυτικά προγράμματα ισχυρών ομίλων, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές.

Ο μακροπρόθεσμος επενδυτικός ορίζοντας διαμορφώνεται και λόγω του status του οποίου χαίρει η χώρα μέχρι το 2032 (όταν λήγει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια του μνημονίου περίπου 100 δισ. προς τον EFSF). Μια «ασπίδα» που παρέχει στους επενδυτές την ωρίμανση χρόνου που ζητούν προκειμένου να τοποθετηθούν επενδυτικά.

Η επαναφορά

 Το κλίμα θα μπορούσε σταδιακά να βελτιωθεί περαιτέρω, καθώς επανακάμπτουν κλάδοι και τομείς δραστηριότητας που είχαν πληγεί πολύ λόγω της πανδημίας (ο τουρισμός, η διύλιση κ.ά.), εν προκειμένω όσον αφορά στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη αλλαγή στάσης προς το θετικότερο της Goldman Sachs. Ο αμερικανικός οίκος, σε ανάλυσή του (στις 2 Ιουνίου), σημειώνει πως το άνοιγμα της οικονομίας στην Ευρώπη (ξανά) φέρνει τους ομίλους διύλισης στο προσκήνιο.

Οι μετοχές εταιρειών του κλάδου υστερούν έναντι άλλων (discount) που έχουν προηγηθεί (κατά ένα-δύο τρίμηνα), για αυτό η Goldman Sachs «βλέπει» πως στο διάστημα που ακολουθεί θα καλύψουν τη διαφορά.

Στο πλαίσιο αυτό, συμπεριλαμβάνει τη Motor Oil στις κορυφαίες επιλογές της, αναβαθμίζει τη μετοχή και δίνει σύσταση «αγοράς» (buy). Ο όμιλος επιστρέφει και οι προβλέψεις για αύξηση των ελεύθερων ταμειακών ροών θα έχουν ως αποτέλεσμα την ανάλογη ενίσχυση του μερίσματος –που για τη διετία 2021-2022 αποφέρει ένα μέρισμα με απόδοση 8%–, μία από τις μεγαλύτερες μεταξύ των ομίλων του κλάδου στην περιοχή της Μεσογείου.

Ακριβώς αυτή η προοπτική είναι που φέρνει προς τις ελληνικές εταιρείες όλο και περισσότερα «παθητικά» επενδυτικά χαρτοφυλάκια, επιμηκύνοντας σταθερά τον χρόνο έκθεσής τους στη χρηματιστηριακή αγορά. Από τη στιγμή δε που σε αυτήν προστίθεται η προοπτική της «διπλής αναβάθμισης» αξιόχρεου/επενδυτικής βαθμίδας και η επάνοδος στις αναπτυγμένες αγορές σε ορίζοντα 2023, η έξοδος από μια δεκαετία… αποεπένδυσης αρχίζει να διαφαίνεται όλο και περισσότερο.

………………………………..