Από την Κυρέλα Πέτρου
Η πρόοδος της τεχνολογίας, η άνοδος νέων, διαφορετικών κρατών στις κορυφαίες θέσεις των μεγάλων οικονομιών, οι νέες ισορροπίες, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, επιτάσσουν κάθε επιχειρηματίας να σκεφτεί προσεκτικά και να ξανασχεδιάσει το μέλλον του. Οι δικηγορικές εταιρείες καλούνται να διαχειριστούν τα νέα δεδομένα, με το παλαιό δικηγορικό γραφείο να δίνει τη θέση του στην πολυπρόσωπη «βιομηχανία» των Νομικών Εταιρειών.
Ποιες είναι οι νέες υπηρεσίες που προσφέρουν στις επιχειρήσεις οι δικηγορικές εταιρείες και ποιες ανάγκες έρχονται να καλύψουν
Οι δικηγορικές εταιρείες, σήμερα, αποτελούν μια δυναμική παρουσία στον νομικό κόσμο, αναδεικνύοντας μια νέα μορφή άσκησης της δικηγορίας μέσα από τη συλλογικότητα, ανταποκρινόμενες στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και οικονομίας, η οποία λειτουργεί μέσα από σύνθετους θεσμούς και διεθνοποιημένες σχέσεις.
Όπως αναφέρεται από τον Σύνδεσμο Δικηγορικών Εταιρειών Ελλάδος (ΣΔΕΕ), η δημιουργία νέων θεσμών και η διόγκωση του κανονιστικού πλαισίου απαιτεί αφενός εξειδίκευση και αφετέρου συντονισμό νομικών υπηρεσιών, μέσω της αντιμετώπισης των σύγχρονων απαιτήσεων με συλλογική δράση.
Οι δικηγορικές εταιρείες μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες αυτές και να καθοδηγήσουν τους πελάτες τους στον σωστό σχεδιασμό των σχέσεών τους και στην αποτελεσματική επίλυση των θεμάτων που γεννώνται από τη δραστηριότητά τους. Οι δικηγορικές εταιρείες αποτελούν εξέλιξη στον τρόπο παροχής των νομικών υπηρεσιών.
«Αν και ως θεσμός εισήχθη πρόσφατα στην ελληνική έννομη τάξη, εμφανίζει μια δυναμική που προοδευτικά αυξάνεται, προσαρμοζόμενη βέβαια στα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, ενώ δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις πολυάριθμες και πολυάνθρωπες δικηγορικές εταιρείες του εξωτερικού, που λειτουργούν επιτυχώς από πολλές δεκαετίες. H δικηγορική εταιρεία αποτελεί φυτώριο ανελίξεως νέων νομικών, παρέχοντας το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να εξελίξουν τη γνώση τους και να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους, στηριζόμενοι στην πείρα, την καθοδήγηση και την ωριμότητα του οργανισμού της» αναφέρεται από τον ΣΔΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της σύγχρονης δικηγορικής εταιρείας, ο δικηγόρος κ. Ανδρέας Μπαζούρος, από την «Μπαζούρος Δικηγορική Εταιρεία», αναφέρει: «Η πρόοδος της τεχνολογίας, οι νέες μορφές συναλλαγών και η συνεχής παραγωγή νόμων, συνεπάγονται ένα ιδιαίτερα περίπλοκο νομικό και φορολογικό πλαίσιο, με το οποίο οι επιχειρήσεις καλούνται πλέον να συμμορφωθούν και να λειτουργήσουν.
Η αγορά των νομικών υπηρεσιών βιώνει αντανακλαστικά τις εξελίξεις αυτές, οδηγούμενη στην ανάγκη διαμόρφωσης μεγαλύτερων νομικών σχημάτων από εκείνα των παραδοσιακών δικηγορικών γραφείων, τόσο από απόψεως ανθρώπινου δυναμικού όσο και από απόψεως εξειδικεύσεως νομικής ύλης, που σχετίζονται με τη λειτουργία της επιχείρησης».
Όπως ο ίδιος αναφέρει, «η κλασική εικόνα του επαγγελματία δικηγόρου τείνει σταδιακά να εκλείψει, ακριβώς επειδή δεν είναι σε θέση το μονοπρόσωπο αυτό σχήμα να μπορέσει να καλύψει επαρκώς τις πολλαπλές ανάγκες μιας σύγχρονης επιχείρησης. Η νομοθετική παραγωγή πλέον προχωρά –ιδιαίτερα στη χώρα μας– με ταχύτατους ρυθμούς, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα απαιτητική την ανάγκη επαρκούς εποπτείας των υποχρεώσεων, στις οποίες εκτίθεται μια σύγχρονη επιχείρηση.
Η πλούσια δε νομοθετική παραγωγή, τόσο από τα εγχώρια νομοθετικά όργανα όσο και από εκείνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστά ακόμα πιο σύνθετο το πλέγμα των κανόνων, οδηγιών και υποχρεώσεων που πρέπει να τηρούνται από τις επιχειρήσεις. Η νέα αυτή πραγματικότητα συνεπάγεται και αυξημένες νομικές υποχρεώσεις».
Οι δικηγορικές εταιρείες έρχονται να καλύψουν τις νέες, αυξημένες ανάγκες της αγοράς για παροχή εξειδικευμένων νομικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς δικαίου, ακόμη και σε τομείς που σχετίζονται με το φορολογικό καθεστώς, το οποίο συμφέρει περισσότερο τις επιχειρήσεις για να συσταθούν και να λειτουργήσουν.
Το πολυπρόσωπο και εξειδικευμένο δικηγορικό σχήμα έρχεται, στην ουσία, να συνδράμει αποτελεσματικά στην ανάγκη της ολοκληρωμένης νομικής παροχής υπηρεσίας, τόσο κατά τη σύσταση της επιχειρήσεως (επιλογή κατάλληλης νομικής μορφής) όσο και κατά τη λειτουργία της.
«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις σε νομικό επίπεδο είναι η διαρκής ανάγκη προσαρμογής των διαδικασιών τους σε νέα δεδομένα και κανονισμούς, τα οποία πολλές φορές λειτουργούν περιοριστικά, άλλως κατασταλτικά στην εμπορική πολιτική και κουλτούρα της επιχείρησης. Η πρόκληση, τόσο για την ίδια την επιχείρηση όσο και για τη δικηγορική εταιρεία, είναι η προσπάθεια “συγκερασμού” των δύο αυτών παραγόντων, προκειμένου, μέσω της ολοκληρωμένης νομικής συμβουλής, να μπορέσει να διευκολυνθεί η λειτουργία της επιχειρήσεως και να ωθηθεί αυτή στην ασφαλή ανάπτυξη και ευημερία» αναφέρει ο κ. Μπαζούρος.
Ο τελευταίος επισημαίνει ακόμη ότι ο ρόλος και η πρόκληση των δικηγορικών εταιρειών εντοπίζεται όχι μόνο στην παροχή της νομικής υπηρεσίας αυτής καθ’ εαυτήν, αλλά και στο να μπορέσει να λειτουργήσει «προληπτικά» για την ίδια την επιχείρηση, ενημερώνοντάς τη για τις νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις που την αφορούν ή που σχετίζονται με τις διαδικασίες της, ούτως ώστε να μπορέσει η τελευταία να είναι πάντοτε εναρμονισμένη με τις ισχύουσες νομοθετικές εξελίξεις και να προσαρμόζει αντίστοιχα τον τρόπο λειτουργίας της.
Η συμμόρφωση της επιχείρησης με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που τη διέπει είναι ύψιστης σημασίας για την εκσυγχρονισμένη παρουσία της και τη βιωσιμότητά της.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι δικηγορικές εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να είναι πλαισιωμένες από ένα ευρύτερο δίκτυο συνεργατών, που επιτρέπει σε αυτές να μπορούν να διαχειρίζονται μεγάλο όγκο υποθέσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και να μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες που δεν είναι αμιγώς νομικές (όπως φορολογικές και διαχειριστικές), που όμως είναι εξίσου σημαντικές για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Στο ερώτημα «Ποιες είναι οι νέες υπηρεσίες που προσφέρουν στις επιχειρήσεις οι δικηγορικές εταιρείες και ποιες ανάγκες έρχονται να καλύψουν στη χώρα με τη μεγαλύτερη ετήσια “παραγωγή” νόμων στην ΕΕ;» απαντά ο δικηγόρος κ. Τάκης Κακούρης: «Πέραν της παραδοσιακής κατασταλτικής δικηγορίας, οι δικηγορικές εταιρείες μπορούν σήμερα να παρέχουν στις επιχειρήσεις πολύτιμες “προληπτικές” συμβουλευτικές υπηρεσίες για τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από νέες νομοθεσίες, ώστε οι επιχειρήσεις να είναι προετοιμασμένες έγκαιρα, με ποιοτικότερο και φθηνότερο τρόπο. Επί παραδείγματος, η συμμόρφωση με τον GDPR στοίχισε λιγότερο και ετοιμάστηκε καλύτερα από όσες εταιρείες έκαναν το σχετικό έργο πολύ πριν τον Μάιο του 2018. Αντίστοιχα, η προσαρμογή των ασφαλιστικών εταιρειών στο καθεστώς Solvency II και ασφαλιστικών και διαμεσολαβητών στον ελληνικό νόμο που ενσωμάτωσε την IDD».
Γενικά, ο ίδιος αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις εκτιμούν ιδιαίτερα και αποζητούν νομικές υπηρεσίες σε θέματα κανονιστικής συμμόρφωσης είτε για θέματα που είναι οριζόντιας εφαρμογής, όπως ο GDPR ή τα εργασιακά θέματα ή τα ζητήματα ανταγωνισμού ή η προσαρμογή στις νέες διατάξεις περί ΑΕ, είτε σε ρυθμιστικά θέματα, ανάλογα με τον τομέα δραστηριοποίησης (π.χ. τράπεζες, ασφαλιστικές, φαρμακευτικές, τηλεπικοινωνιακές κ.λπ.).
Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Κακούρης αναφέρει ότι «παρέχουν υπηρεσίες προληπτικού νομικού ελέγχου επί θεμάτων κανονιστικής συμμόρφωσης υπό τύπον πιστοποίησης ότι όλα έχουν καλώς ή υπό τύπον λήψης μέτρων για την άμεση αποκατάσταση ευρημάτων απόκλισης από νομικές ή κανονιστικές απαιτήσεις. Επίσης, μπορούν να συμμετέχουν σε δημόσιες διαβουλεύσεις επί σχεδίων νόμων, εκφράζοντας τις νομικές απόψεις επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων, επιχειρηματολογώντας υπέρ των συμφερόντων πελατών τους, τα οποία επηρεάζονται ή και θίγονται από την εισαγόμενη ρύθμιση».
Ειδικότερα, για τον ρόλο των δικηγορικών επιχειρήσεων στη διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων (GDPR), ο κ. Κακούρης αναφέρει ότι «το project της διαρκούς συμμόρφωσης (ongoing concern) με τον Κανονισμό είναι εξέχον, αλλά όχι μόνο νομικό. Απαιτεί φυσικά, και πρωτίστως, τη σύνταξη νομικών κειμένων, την επισκόπηση των επεξεργασιών δεδομένων, τη σύνταξη κειμένων ενημέρωσης και συναίνεσης, συμβάσεων ανάθεσης, συμβάσεων για διαβίβαση δεδομένων εκτός ΕΕ, τη σύνταξη πολιτικών και διαδικασιών για την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων και για τη διαχείρισης περιστατικών παραβίασης ασφάλειας. Οι πιο πολλές από τις προαναφερόμενες νομικές παρεμβάσεις απαιτούν όμως και την απαραίτητη συνδρομή ειδικών σε θέματα ασφάλειας δεδομένων και συστημάτων ειδικά σε σχέση με τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ασφαλείας που απαιτεί ο GDPR. Η καλή συνέργεια των δύο ειδικοτήτων (νομικών και IT) εγγυάται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, και γι’ αυτό πρέπει και οι μεν και οι δε να έχουν στοιχειώδη αντανακλαστικά κατανόησης του “άλλου” κομματιού. Συχνά, βέβαια, παρατηρείται και το φαινόμενο να αναλαμβάνουν τέτοια projects σύμβουλοι που δεν είναι ευκρινώς ούτε νομικοί ούτε τεχνικοί».
Ποιες είναι όμως οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις σε νομικό επίπεδο; Στο ερώτημα αυτό ο κ. Κακούρης απαντά ότι «οι προκλήσεις έχουν κυρίως να κάνουν με την «έκρηξη» της νομικής ύλης και τη διαμόρφωση νέων περιοχών δικαίου. Νέες ρυθμίσεις προκύπτουν και καθιστούν πολλές φορές ασήκωτο το κόστος συμμόρφωσης σε σχέση και συχνά σε βάρος του λειτουργικού/επιχειρησιακού τομέα μιας επιχείρησης.
Επίσης, παράλληλα, η “δαμόκλειος σπάθη” πολύ υψηλών προστίμων είναι μία ακόμα πρόκληση που κάνει την κατάσταση πολλές φορές εκρηκτική διαχειριστικά. Απαιτείται ορθή κατανόηση των κινδύνων, προσεκτική στάθμιση κόστους οφέλους και προσφυγή σε λύσεις λελογισμένες, που τηρούν την ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και συμμόρφωσης, και αυτό, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να γίνει μόνο με προσφυγή σε καλούς και σοβαρούς νομικούς επαγγελματίες, που δεν κινδυνολογούν, αλλά αντιλαμβάνονται την εργασία τους ως υποστηρικτική και πελατοκεντρική».
Άλλο θέμα, όπως ο ίδιος επισημαίνει, είναι η αλλαγή φιλοσοφίας και η μετάβαση από τη στάση τού «ο δικηγόρος να είναι αχρείαστος» προς την πιο ορθή στις σημερινές συνθήκες στάση «ο δικηγόρος πρέπει να είναι σύμβουλος που σε προφυλάσσει πριν να είναι αργά, υποδεικνύοντας τους κινδύνους και εκτιμώντας τους ορθά», και πολλές φορές είναι μέλος του ανώτατου μάνατζμεντ και αναφέρεται σε αυτό.
Συνεπώς, η έγκαιρη γνώση και η άμεση δράση επί των νομικών υποχρεώσεων μπορεί να αποτελέσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
«Συναφώς υπάρχει η πρόκληση του αν τα νομικά θέματα θα αντιμετωπίζονται με εσωτερικό δικηγόρο ή μόνο με εξωτερικούς δικηγόρους ή και με συνδυασμό των παραπάνω. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ή συνταγές. Αυτό συναρτάται και με το μέγεθος (πολλοί εργαζόμενοι ή λίγοι), τις ανάγκες (πολλές συμβάσεις), την πολυπλοκότητα και τα ιδιο-χαρακτηριστικά κάθε εταιρείας (π.χ. εισηγμένη ή μη, ειδικά ρυθμισμένη ή μη)» συμπληρώνει ο κ. Κακούρης.
Το πρόβλημα της πολυνομίας και της απονομής δικαιοσύνης
Όπως είδαμε, η πολυνομία αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα για τον νομικό κλάδο στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, σήμερα, πολυνομία παρατηρείται σε πολλούς τομείς της δημόσιας πολιτικής, μεταξύ των οποίων «ξεχωρίζουν» η φορολογική πολιτική, η πολεοδομική και περιβαλλοντική πολιτική και η πολιτική κοινωνικών ασφαλίσεων, και κυρίως των συντάξεων.
Σε σχετική μελέτη της διαΝΕΟσις, η οποία διεξήχθη στα Τεύχη Α’ και Β’ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) για την τελευταία δεκαπενταετία, έδειξε ότι στο ανωτέρω χρονικό διάστημα θεσπίστηκαν συνολικά 1.569 νόμοι, δηλαδή περίπου 100 νόμοι ετησίως.
Οι νόμοι από το 2001 μέχρι το 2016 που δεν είναι κυρώσεις διεθνών συμβάσεων ή συμφωνιών είναι περίπου οι μισοί, δηλαδή 796, με αποτέλεσμα η «καθαρή» εθνική παραγωγή να είναι, κατά μέσο όρο, 53 νόμοι τον χρόνο για την προαναφερόμενη περίοδο.
Με συνοπτικό τρόπο, πρόσθετα ποσοτικά στοιχεία από την έρευνα είναι τα εξής: Από το 2001 μέχρι το 2016 εκδόθηκαν 3.585 Προεδρικά ∆ιατάγματα (Π∆), δηλαδή η αναλογία είναι 4,5 Π∆ ανά 1 Νόμο «καθαρής» νομοθεσίας, εξαιρουμένων, δηλαδή, των κυρώσεων διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών. Οι κανονιστικές και οι ατομικές διοικητικές πράξεις αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες, καθώς ο αριθμός των Τευχών Β’ από το 2001 μέχρι το 2016 είναι 43.250, και κάθε τεύχος, περιλαμβάνει τις περισσότερες φορές παραπάνω από 5 πράξεις. Οι νόμοι συμπεριλαμβάνουν 22.047 εξουσιοδοτήσεις σε περίπου 65.000 σελίδες νομοθεσίας.
Τα τελευταία έτη, με την υπογραφή της πρώτης δανειακής σύμβασης (Μνημόνιο I, 2010), είναι αυξημένος ο αριθμός των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (67 σε σύνολο 80 της περιόδου 2001-2016) και των Πολυνομοσχεδίων (28 σε σύνολο 29 της περιόδου 2001-2016).
Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, η διαΝΕΟσις αναφέρει ότι στον δείκτη “Ease of Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα έρχεται στην 72η θέση ανάμεσα σε 190 χώρες. «Είναι μια κακή θέση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη, καθώς το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα μας είναι χειρότερο από της Αλβανίας, του Κοσόβου και του Βιετνάμ.
Βεβαίως, δεν τα πηγαίνουμε εξίσου άσχημα σε όλους τους δείκτες που μετρά η συγκεκριμένη έκθεση. Για παράδειγμα, στον δείκτη που μετρά την ευκολία του διακρατικού εμπορίου είμαστε 31οι (ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έλεγε κανείς). Αλλά εκεί που είμαστε πραγματικά σε πάρα πολύ κακή κατάσταση είναι στο πολύ σοβαρό θέμα της απονομής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η επίλυση μιας συγκεκριμένου τύπου δικαστικής διαφοράς για μια επιχείρηση στη χώρα μας χρειάζεται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες, δηλαδή σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια.
«Δεν είναι πολλές οι επιχειρήσεις που θα έρχονταν να επενδύσουν ευχαρίστως σε μια χώρα όπου τυχόν δικαστικές απαιτήσεις από τρίτους θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την επένδυσή τους μέχρι τους μεθεπόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες» αναφέρεται στη σχετική μελέτη.
Το πρόβλημα αυτό αναφέρεται ότι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάπτυξη στην Ελλάδα και εκτιμάται ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγούμε από την αέναη κρίση και να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο αν δεν λυθεί αποτελεσματικά και αυτό.
Η δικηγορία στη σύγχρονη εποχή
Η δικηγορία –και εν γένει η απονομή της δικαιοσύνης σε παγκόσμιο επίπεδο, της οποίας η δικηγορία αποτελεί θεσμικά αναπόσπαστο τμήμα– είναι στενά συνδεδεμένη και αλληλεξαρτώμενη όχι μόνο με τις δικαιικές, αλλά και με τις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις, αναφέρει ο κ. Δημήτρης Κ. Βερβεσός, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, αναφερόμενος στις προκλήσεις και τους κινδύνους που εγκυμονούν τα νέα δεδομένα για τη δικηγορία.
Ειδικότερα, ο κ. Βερβεσός αναφέρει: «Το παραδοσιακό μοντέλο επίλυσης των διαφορών από τους δικαστικούς σχηματισμούς, με την επικουρία των δικηγόρων-νομικών παραστατών, υφίσταται μεταμορφώσεις, που συν τω χρόνω ενδέχεται να μοιάζουν οβιδιακές. Δεν αναφέρομαι μόνο στις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση, η δικαστική μεσολάβηση και η διαιτησία, που αποτελούν διεθνώς απτή πραγματικότητα και τελούν σε σχέση οιονεί ανταγωνισμού προς τη δικαιοδοτική επίλυση των διαφορών. Αναφέρομαι σε πλήθος τεχνολογικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση των κοινωνών κατά τρόπο που παρακάμπτει το δικαστικό σύστημα, όπως τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, που οδηγούν σε μονοσήμαντες νομικές λύσεις, με ελάχιστη ή και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, ή οι έξυπνες συμβάσεις (smart contracts) που εξασφαλίζουν –συχνά με την τεχνολογία blockchain– διά τεχνολογικών μέσων την εκτέλεση των συμπεφωνημένων. Παράλληλα, η ανάγκη για πολύπλευρη υποστήριξη και προώθηση ισχυρών οικονομικών συμφερόντων ωθεί, στον αγγλοσαξονικό ιδίως κόσμο, στην επικράτηση πολυεπαγγελματικών εταιρειών έναντι της παραδοσιακής αμιγώς δικηγορικής δραστηριότητας.
Οι μεταλλάξεις αυτές θέτουν σε κίνδυνο τις παραδοσιακές αρχές άσκησης της δικηγορίας, που αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα της έννομης τάξης και θεσμική εγγύηση ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ιδίως τη δικηγορική ανεξαρτησία, τη σχέση δικηγορικής εντολής, το απόρρητο, την αυστηρή δεοντολογία και τον ειδικό πειθαρχικό έλεγχο.
Οι δικηγορικοί σύλλογοι, χωρίς να είναι φοβικοί απέναντι στο νέο, έχουν χρέος να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται, περιφρουρώντας τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και τις βασικές αρχές της συνταγματικής μας δικαιοταξίας. Ενθαρρύνουν τη χρήση εργαλείων νομικής πληροφορικής (άλλωστε ο ΔΣΑ διαθέτει, και εμπλουτίζει διαρκώς, την πρώτη τράπεζα νομικών πληροφοριών της χώρας), αλλά θέτουν αυτά στην υπηρεσία του δικηγόρου, που πρέπει να έχει την τελική ευθύνη της νομικής συμβουλής. Αποκρούουν, τέλος, την ιδέα των πολυεπαγγελματικών εταιρειών, που θέτουν εκποδών τις θεσμικές εγγυήσεις αυτόνομης και αποτελεσματικής άσκησης της δικηγορίας επ’ ωφελεία της δικαιοσύνης και των πολιτών.
Αν δεν θέλουμε οι εξελίξεις να μας προσπεράσουν και να μας παρασύρουν, έχουμε χρέος να αδράξουμε την ευκαιρία και να διαμορφώσουμε εμείς πρώτοι, με τις πρωτοβουλίες και τις δράσεις μας, με τόλμη και παρρησία, το μέλλον μας. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας, στις νέες γενιές δικηγόρων που έρχονται, και στη δικαιοσύνη, που πρέπει να απονέμεται στο όνομα, και επ’ ωφελεία, του ελληνικού λαού και μόνον».
………………..
περιοδικό ΧΡΗΜΑ, τευχ. Μάιος-Ιούνιος 2019