Την απόδοση μέρους του ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση προτείνει με μελέτη η διαΝΕΟσις ακολουθώντας την πολιτική που εφαρμόζεται και στα περισσότερα κράτη της Ε.Ε.
Η διαΝΕΟσις προτείνει ένα τμήμα του ΕΝΦΙΑ να αποδοθεί στους με μειωμένη την κρατική επιχορήγηση, και το υπόλοιπο ποσό μαζί με τον συμπληρωματικό φόρο που επιβάλλεται σε όσους έχουν ακίνητη περιουσία άνω των 250.000 στο κράτος. Η απόδοση των φόρων των ακινήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση περιλαμβάνεται και στις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης αλλά η πανδημία καθυστέρησε το σχέδιο υλοποίησης του μέτρου.
Σύμφωνα με την έρευνα, η μεταφορά αυτούσιου του φόρου ακίνητης περιουσίας στους δήμους είναι μη ρεαλιστική, καθώς η αξία των ακινήτων σε κάθε δήμο δεν αντανακλά απαραίτητα τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ίδιου δήμου και θα ήταν πιθανό κάποιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης να βρεθούν με πολύ περισσότερα ή πολύ λιγότερα έσοδα στη διάθεσή τους.
Με βάση τα ανωτέρω η πρόταση της διαΝΕΟσις χωρίζεται σε σκέλη: Το πρώτο θα προβλέπει τη μεταφορά μέρους του κύριου ΕΝΦΙΑ στους δήμους, το δεύτερο την ισόποση μείωση των κεντρικών αυτοτελών πόρων που λαμβάνουν από το κράτος, και το τρίτο την ταυτόχρονη διατήρηση του υπόλοιπου κύριου ΕΝΦΙΑ, και ολόκληρου του συμπληρωματικού φόρου, στη διάθεση του κεντρικού κράτους.
Πιο αναλυτικά, η βασική ιδέα της πρότασης της μελέτης της διαΝΕΟσις, προκειμένου να φανούν τα οφέλη μιας μεταρρύθμισης σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να αναλυθεί σε οκτώ σημεία:
1. Σε πρώτο τουλάχιστον στάδιο, ο ΕΝΦΙΑ δεν προτείνεται να εκχωρηθεί αυτούσιος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Προτείνεται η διάσπαση του κύριου φόρου, αυτού δηλαδή που επιβάλλεται σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων, σε δύο όμοιους σε όλα φόρους, εκ των οποίων ο ένας θα εκχωρηθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ταυτόχρονα, όμως γίνεται και ισόποση μείωση των ΚΑΠ, του κύριου δηλαδή μέρους των τακτικών κρατικών επιχορηγήσεων προς τους δήμους. Ο υπόλοιπος κύριος φόρος καθώς και ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ, ο οποίος βαρύνει την ακίνητη περιουσία αξίας πάνω από 250.000 ευρώ, θα παραμένει στο κεντρικό κράτος.
2. Η μεταφορά τμήματος του ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν χρειάζεται άλλες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο του φόρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτό δεν έχει ανάγκη βελτιώσεων. Όμως, με αυτόν τον τρόπο η μεταφορά μπορεί να γίνει άμεσα, “χωρίς καθυστερήσεις, αλλαγές στην κατανομή των βαρών, πιθανές υπαναχωρήσεις ή ‘προσαρμογές’ στους αρχικούς στόχους, που κατά κανόνα παρατηρούνται όταν γίνονται αλλαγές σε ένα φόρο”. Γενικά, δεν φαίνεται σκόπιμο να συνδεθεί χρονικά η μεταφορά του φόρου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με αλλαγές στο θεσμικό του πλαίσιο.
3. Η μεταφορά μέρους του ΕΝΦΙΑ στους δήμους γίνεται σε αντικατάσταση ισόποσου μέρους των ΚΑΠ, οι οποίες, σε μεγάλο μέρος τους, παρέχονται σήμερα στους δήμους για συγκεκριμένες χρήσεις. Το μέρος αυτό του ΕΝΦΙΑ θα είναι το νέο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), το οποίο θα εξακολουθήσει να διατίθεται για τις συγκεκριμένες χρήσεις. Έτσι οι επιβαρύνσεις στην ακίνητη περιουσία θα παραμείνουν, όπως και σήμερα, δύο: Ο μειωμένος πλέον ΕΝΦΙΑ με τον συμπληρωματικό του φόρο που θα παραμείνουν στο Κεντρικό Κράτος, και το νέο ΤΑΠ που θα προκύψει και θα αποτελεί πόρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο στα ακίνητα θα υπάρχει, όπως και σήμερα, μία μόνο επιβάρυνση από κάθε βαθμίδα διοίκησης. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν εγείρεται θέμα συνταγματικότητας, γιατί το νέο ΤΑΠ παραμένει όπως το ισχύον, ανταποδοτικό.
4. Στο σενάριο μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, οι ΟΤΑ θα έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν ή να μειώνουν το νέο ΤΑΠ μέσα σε προκαθορισμένα όρια, π.χ. κατά 20%, με απόφαση του εκάστοτε δημοτικού συμβουλίου, προκειμένου να προσαρμόσουν τα έσοδά τους σύμφωνα με τις ανάγκες του δήμου.
5. Ο νέος αυτός φόρος, το νέο ΤΑΠ θα εισπράττεται από την ΑΑΔΕ (και όχι μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος) μαζί με τον ΕΝΦΙΑ και τον συμπληρωματικό φόρο της Κεντρικής Διοίκησης. Ο κάθε δήμος θα ενημερώνει την ΑΑΔΕ για τον συντελεστή του σημείου 4, και εκείνη θα του αποδίδει τα αντίστοιχα έσοδα αφαιρώντας ένα μικρό ποσοστό εξόδων διαχείρισης.
6. Τα έσοδα του σημερινού Τέλους Ακίνητης Περιουσίας μπορούν είτε να ενσωματωθούν στους συντελεστές του τμήματος του ΕΝΦΙΑ που θα μεταφερθεί στους δήμους (στο νέο ΤΑΠ, δηλαδή) είτε στον συντελεστή που, σύμφωνα με το σημείο 4, αποφασίζουν τα δημοτικά συμβούλια.
7. Με τη μείωση των ΚΑΠ κατά το ποσό του ΕΝΦΙΑ που θα μεταφερθεί στους δήμους τα έσοδα τόσο του κρατικού προϋπολογισμού όσο και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο σύνολό της θα παραμείνουν αμετάβλητα. Κάποιες διαφορές που αναπόφευκτα θα υπάρξουν σε σχέση με την προγενέστερη κατάσταση στα οικονομικά των δήμων μπορούν να αντισταθμιστούν από το σύστημα κατανομής των κρατικών επιχορηγήσεων (υπόλοιποι ΚΑΠ), όπως με την έκπτωση από τους ΚΑΠ που αναλογούν σε κάθε δήμο των εσόδων του από το νέο ΤΑΠ.
8. Η πρακτική της παραπάνω έκπτωσης συμβάλλει στην αποφυγή δυο πολύ σημαντικών στρεβλώσεων: Όπως αναφέρει η μελέτη: “α) Οι ΟΤΑ που θα αποφασίσουν να αυξήσουν το ΤΑΠ γιατί θέλουν να παρέχουν αυξημένες υπηρεσίες στους δημότες τους ή να χρηματοδοτήσουν κάποια ανάγκη τους δεν ‘τιμωρούνται’ για το επιπλέον ποσό ΤΑΠ που θα εισπράξουν με μείωση κατά το ποσό αυτό των ΚΑΠ που τους αναλογούν, και β) οι ΟΤΑ που αποφασίζουν να μειώσουν το ΤΑΠ δεν αποζημιώνονται για την απώλεια των εσόδων τους με τη χορήγηση επιπλέον ΚΑΠ και συνακόλουθα δεν στερούν με την απόφασή τους ΚΑΠ από τους άλλους ΟΤΑ”.
Τελικά, η ιδέα της μεταφοράς του ΕΝΦΙΑ, ή ενός μέρους του, στους δήμους έχει σημαντικά προτερήματα. Όμως ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο μπορεί μια τέτοια ιδέα να πραγματοποιηθεί παρουσιάζει πολλές προκλήσεις. Η μελέτη της διαΝΕΟσις καταλήγει σε μια καλά ζυγισμένη και προπάντων ρεαλιστική πρόταση ώστε η μεταφορά μέρους του ΕΝΦΙΑ στους δήμους να μην έχει οικονομικό κόστος για κανέναν, αλλά ταυτόχρονα να συμβάλει στην ανεξαρτησία της τοπικής αυτοδιοίκησης.