Παρουσιάστηκε στη Βουλή ο προϋπολογισμός 2026. Συνοπτικά, προβλέπεται ανάπτυξη 2,4% και νέα μείωση του δημόσιου χρέους στα 138,2 εκατ. Για πρώτη φορά, εισάγεται ολοκληρωμένο πακέτο στήριξης εισοδήματος, με μειώσεις φόρων, αυξήσεις αποδοχών και μέτρα για στέγη, οικογένεια και νέους. Ένας, κατά γενική εκτίμηση, λογικός προϋπολογισμός, με αρκετά συγκεκριμένα στοχευμένα μέτρα, που εάν λειτουργήσουν, θα συνεισφέρουν όντως στη διατήρηση του αναπτυξιακού ρυθμού πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ωστόσο, το 2026 θα είναι η χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα –όπως κι όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ– θα υποχρεωθεί, θέλει δεν θέλει, να προσαρμοστεί σε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που επιβάλλεται εκ των «άνω», δηλαδή από εντελώς εξωγενείς παράγοντες. Ποιοι είναι αυτοί; Μα, καταρχάς –και κυρίως–, η συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ, η δέσμευση των ευρωπαϊκών χωρών να προσαρμοστούν στην υποχρέωση χρηματοδότησης «αμυντικών» προγραμμάτων.
Αυτή η υποχρέωση/δέσμευση των Βρυξελλών, επί της ουσίας, προς την Ουάσιγκτον έρχεται σε μια συγκυρία στην οποία η Αθήνα εκφράζει την πρόθεσή της να συνεχίσει να αποπληρώνει πρόωρα μέρος των διακρατικών δανείων, μια τακτική απόλυτα λογική από τη στιγμή που ξεπληρώνονται παλαιότερα και ακριβότερα.
Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι αφενός να μειώσει τα κόστη εξυπηρέτησης δανειακών υποχρεώσεων, αφετέρου να συνεχίσει την «ενάρετη πορεία» που το 2026 θα βγάλει την Ελλάδα από την τελευταία θέση των χωρών μελών με σχέση δανεισμού προς ΑΕΠ. Αναμφίβολα, είναι ισχυρή η σημειολογική σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης, την ώρα που ο ΟΔΔΗΧ «τιμολογεί» τις εκδόσεις χρέους φθηνότερα από ό,τι οι… ομόλογοι της Ιταλίας, της Γαλλίας και, πιθανόν σύντομα, της Ισπανίας.
Όλα αυτά είναι άκρως ενδιαφέροντα σε ό,τι αφορά την πλευρά της Αθήνας, μόνο που το παιχνίδι είναι πολύ πιο σύνθετο και αβέβαιο, και μας ξεπερνά κατά πολύ…
Όντως, το 2026, θα πρέπει οι χώρες μέλη της ΕΕ να προσαρμόσουν τα δημοσιονομικά τους, προτεραιοποιώντας την υλοποίηση της δέσμευσης σε αύξηση αμυντικών δαπανών: 5% του ΑΕΠ έως το 2035, με τουλάχιστον 3,5% για βασικές αμυντικές ανάγκες, ήτοι υπερδιπλασιασμός του προηγούμενου στόχου.
Το πρόβλημα δεν το έχει η Ελλάδα, που, λόγω των γνωστών λόγων, υποχρεούται να ξοδεύει πολλά για την άμυνά της. Το πρόβλημα το έχουν πρωτίστως οι χώρες μέλη της ΕΕ, δηλαδή οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της ελληνικής οικονομίας και τροφοδότες του τουρισμού της χώρας.
Στις Βρυξέλλες, προβλέπουν ρυθμό ανάπτυξης 1,1% στην ΕΕ και 0,9% στην ευρωζώνη, ενώ στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας, «βυθίζονται» στη χειρότερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Ενδεικτικό είναι το συμπέρασμα της Handelsblatt Research Institute, που αναφέρεται σε συρρίκνωση για τρίτο συνεχόμενο έτος, εξέλιξη πρωτοφανής από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύμφωνα με την έρευνα, στο υπεραισιόδοξο ενδεχόμενο, το 2026, η γερμανική οικονομία θα «τρέξει» με 1,2%, αλλά ούτε αυτό φτάνει για να καλύψει την υφεσιακή πορεία και να αντιστρέψει το κλίμα.
Η σημασία για την ελληνική οικονομία αυτής της δυσοίωνης κατάστασης της γερμανικής δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Ήδη, το 2025, η ανά επισκέπτη δαπάνη του μέσου Γερμανού που έρχεται στη χώρα μας είναι μειωμένη σε σχέση με το 2024. Ανάλογη τάση επιβράδυνσης εκτιμάται πως θα καταγραφεί και στο εμπορικό ισοζύγιο (του 2025).
AΠΟ ΧΡΗΜΑ WEEK










