Ας δούμε, πρακτικά, το θέμα της επιβολής νέας, έκτακτης εισφοράς (αλληλεγγύης) στους ομίλους διύλισης, δηλαδή σε Motor Oil και HelleniQ Energy. Απολύτως ιδιωτικός ο πρώτος όμιλος, με ευρεία συμμετοχή ξένων funds, σε αντίθεση με την HelleniQ Energy, στην οποία το Δημόσιο, μέσω ΤΑΙΠΕΔ, έχει ισχυρή μετοχική θέση και εύλογα η κοινότητα αιφνιδιάστηκε. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τις όποιες δεύτερες σκέψεις μπορεί να έκαναν –και δικαιολογημένα– ορισμένοι ξένοι διαχειριστές ως προς το ενδεχόμενο επιβολής και άλλων αιφνιδιαστικών εισφορών σε εισηγμένες, επί της ουσίας εις βάρος των συμφερόντων των μετόχων, των ιδίων. Η επιβολή της εισφοράς αιφνιδίασε για τον επιπλέον λόγο πως ήταν η ίδια η κυβέρνηση που την προηγούμενη φορά (στον πρώτο κύκλο επιβολής έκτακτης εισφοράς) διέψευδε τις φήμες για επόμενη. Όπερ και εγένετο, διαψεύδοντας τον εαυτό της, και στις αγορές η έννοια της αξιοπιστίας/εμπιστοσύνης μετράει.
Μπορεί να είναι τυχαίο, μπορεί και όχι, αλλά, το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο οίκος MSCI δεν προχώρησε σε ένταξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς σε καθεστώς παρακολούθησης με προοπτική ένταξης σε 18-24 μήνες στην κατηγορία των αναπτυγμένων. Ο «πάγος» από τον αμερικανικό οίκο μπορεί να ξάφνιασε τους μονίμως αισιόδοξους της αγοράς, πλην όμως επιβεβαίωσε όσους ήταν επιφυλακτικοί μέχρι και την τελευταία στιγμή. Και θα ανατρέξω μερικούς μήνες πριν, όταν, στα μέσα Μαρτίου, ένας άλλος αμερικανικός οίκος προειδοποιούσε. Ο Όμιλος JPMC έλεγε στους εδώ, μονίμως, αισιοδοξούντες ότι μόνο τρεις ελληνικές μετοχές πληρούν τις προϋποθέσεις για τον δείκτη DM Europe και ότι η Ελλάδα χρειάζεται πέντε μετοχές. «Έχουμε ακούσει κάποιους επενδυτές να ελπίζουν ότι: 1) η Ελλάδα θα επιστρέψει στις αγορές MSCI DM και 2) το βλέπουν αυτό ως θετικό καταλύτη. Διαφωνούμε και με τις δύο δηλώσεις: Θεωρούμε ότι η μετακίνηση της Ελλάδας στις DM είναι εξαιρετικά απίθανη. Θεωρούμε μια μετακίνηση στις DM ως αρνητικό καταλύτη».
Οι αναλυτές του οίκου πιστεύουν ότι είναι εξαιρετικά απίθανο η Ελλάδα να μετακινηθεί προς τα πάνω, επειδή η χώρα έχει μόνο τρεις εισηγμένες (Εθνική, Τράπεζα Eurobank και ΟΠΑΠ) που έχουν την ποιότητα για τον δείκτη MSCI Europe, όπου τα βασικά εμπόδια είναι η κεφαλαιοποίηση της αγοράς και το free float.
Τα βασικά κριτήρια για την Ελλάδα είναι τα εξής:
Πέντε εισηγμένες που πληρούν τα κριτήρια κεφαλαιοποίησης αγοράς/ρευστότητας, τα οποία είναι: 5,8 δισ. δολ. κεφαλαιοποίηση αγοράς για τον MSCI Europe, 2,9 δισ. δολ. σε ελεύθερη διακύμανση (free float), τα κριτήρια προσβασιμότητας στην αγορά και «Διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων-μέσων». Όσον αφορά το μέγεθος, «η Ελλάδα στις αναδυόμενες αγορές έχει συμμετοχή με δέκα μετοχές, αλλά αν θα πρέπει να ωθηθεί στον DM Europe (αρνούμαστε να το ονομάσουμε προαγωγή), τότε πιθανότατα θα χάσει επτά συστατικά στοιχεία, μένοντας με 3 μετοχές, κάτω από το ελάχιστο όριο των 5, για να πληροί τις προϋποθέσεις του DM. Υπάρχει επίσης ένα κριτήριο ρευστότητας, το οποίο είναι περίπλοκο, αλλά και οι δέκα ελληνικές μετοχές με άνεση το πληρούν».
Αυτά στις 19 Μαρτίου, έκτοτε ακολούθησε χρόνος ικανός, μέχρι τις 20 Ιουνίου, με παράγοντες της αγοράς να υποστηρίζουν πως θα μπορούσαν να έχουν γίνει ουσιαστικές ενέργειες από τους καθ’ ύλην αρμόδιους, ώστε να κερδηθεί έδαφος, να σταλεί το μήνυμα προς τις αγορές –και δη τον αμερικανικό παράγοντα– ότι οι προειδοποιήσεις και συστάσεις ενός ομίλου του μεγέθους μιας JPMC λαμβάνονται υπόψη. Ελήφθησαν; Κρίνοντας από την «ψυχρολουσία» της 20ής Ιουνίου, μάλλον όχι.
ΑΠΟ ΧΡΗΜΑ WEEK