Λίγες μόνον ώρες μετά την επιτυχή αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, ο αμερικανικός Οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s ανακοίνωσε την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ από BB και μάλιστα με θετική προοπτική…
H Standard & Poor’s προβλέπει ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021 κατά +4,9%, μετά την περσινή ύφεση, ενώ το 2022 αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη +5,8%.
Οπως αναφέρει η Standard & Poor’s, η κυβέρνηση επωφελείται από σημαντικά δημοσιονομικά “μαξιλάρια”, ενώ η οικονομία θα δεχτεί πρόσθετη ώθηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η Standard & Poor’s εκτιμά ότι κυβέρνηση θα επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική εξυγίανση, παγιώνοντας την πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους υπό όρους ΑΕΠ.
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πλέον ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές, με ρυθμούς που αναμένεται να ξεπεράσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο την επόμενη τριετία.
Ειδική μνεία γίνεται στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και στις –καθοριστικής σημασίας– δημοσιονομικές παρεμβάσεις στις οποίες προέβη η ελληνική κυβέρνηση, συγκρατώντας την ύφεση και προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο την παραγωγική βάση της χώρας.
Παράλληλα, στην έκθεσή του, η Standard & Poor’s υπογραμμίζει την ευνοϊκή διάρθρωση του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, το ασφαλές ύψος των ταμειακών διαθεσίμων και την εν γένει αντιστάθμιση των διαφόρων κινδύνων η οποία έχει επιτευχθεί, περιορίζοντας έτσι ενδεχόμενες μελλοντικές δυσάρεστες εκπλήξεις για την ελληνική οικονομία.
Η S&P’s αναφέρει ότι το 2020 η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και οι προσπάθειες στήριξης της οικονομίας ενισχύθηκαν από τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα. Όπως τονίζει, η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε ουσιαστικά την πρόσβαση της χώρας στις αγορές συμπεριλαμβάνοντας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο έκτακτο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της πανδημίας (PEPP) και ως εγγύηση για τις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ.
Ο αμερικανικός Οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης αναλύει ότι η δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ κινείται σε δύο άξονες:
Πρώτον, μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου πρόκειται να διανεμηθούν σχεδόν 40 δισ. ευρώ (22,7% του ΑΕΠ του 2019) στις ελληνικές αρχές κατά την περίοδο 2021-2027.
Δεύτερον, μέσω του Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (18,2% του ΑΕΠ του 2019), εκ των οποίων τα 19,4 δισ. ευρώ (11,0% του ΑΕΠ του 2019) θα είναι σε επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 12,6 δισ. ευρώ σε δάνεια.
Σύμφωνα με τον Standard & Poor’s τα κεφάλαια αυτά, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να προχωρήσει σε περαιτέρω διαρθρωτικές κινήσεις, ιδίως για την αντιμετώπιση του μεγάλου επενδυτικού κενού, που είναι αποτέλεσμα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής που απαιτείται από την Ελλάδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η S&P’s σημειώνει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ενισχύσει την προβλεψιμότητα χάραξης πολιτικής, γεγονός που είναι θετικό για τις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας μετά την υποχώρηση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Προσθέτει ότι παρά την ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία το 2020, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα της κυβέρνησης, χάρη:
- στις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις πριν από την πανδημία
- στη διατήρηση σημαντικά αποθεμάτων ρευστότητας του προϋπολογισμού, και
- στην ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους.
Όπως εξηγεί, όσον αφορά την ωρίμανση του χρέους και το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ μεταξύ των χωρών που παρακολουθεί ο οίκος.
Μετά από μια άνοδο του χρέους το 2020, ο οίκος προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους ως προς το ΑΕΠ θα μειωθούν, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ρυθμού ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας και από τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Ωστόσο, ο οίκος αναγνωρίζει ότι αρνητικοί παράγοντες για την αξιολόγηση της χώρας αποτελούν το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος και η πρόκληση διοχέτευσης κεφαλαίων στην οικονομία, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα.
Παρά το μεγάλο μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, ο οίκος εκτιμά ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους κυμαινόταν κατά μέσο όρο περίπου στο 1,3% στα τέλη του 2020, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για την πλειονότητα των χωρών με αξιολόγηση “BB”.
Προσθέτει ότι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης διαμορφώνεται στα περίπου 20 έτη από το τέλος του 2020, γεγονός που εκτιμά ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της επιβάρυνσης της κυβέρνησης από τόκους στο μέλλον, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Η οικονομία
Μετά τη συρρίκνωση του 8,2% του ΑΕΠ το 2020, η S&P’s αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 4,9% το 2021.
Όπως σημειώνει η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό ανάκαμψης παραμένει, δεδομένης της εμφάνισης διαδοχικών κυμάτων της πανδημίας στην Ελλάδα αλλά και στους κύριους εμπορικούς εταίρους της, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε πρόσθετα περιοριστικά μέτρα. Αυτό, τονίζει, θα μπορούσε να καθυστερήσει περαιτέρω την ανάκαμψη στον τομέα των υπηρεσιών (-44% το 2020) και ειδικότερα στον τουρισμό.