του Νικήτα Καστή[1]

Ακούγοντας από τα χείλη επαϊόντων και πολιτικών, ιδιαίτερα από αυτά του έμπειρου περί των της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Έλληνα Αντιπροέδρου της, κ. Μαργαρίτη Σχοινά, ότι το κυοφορούμενο νέο «πρόγραμμα πλαίσιο» για την «Ευρώπη της Επόμενης Γενιάς» αντιστοιχεί σε ένα επιπλέον ΕΣΠΑ, όποιος έχει έστω και λίγο παρακολουθήσει τη μέχρι σήμερα τριαντακονταετή πορεία αξιοποίησης των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων (& Συνοχής), θα μπορούσε να ευθυμήσει αλλά και να μελαγχολήσει με την ίδιαν ευκολία.

Μετά τα ΜΟΠ, την πρώτη «κατάκτηση» του αναπτυξιακά υποβαθμισμένου Ευρωπαϊκού Νότου, με τη σφραγίδα του Ανδρέα Παπανδρέου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, ακολούθησε η παγίωση των πολιτικών στήριξης των λιγότερο αναπτυγμένων κρατών-μελών της Ένωσης και εν συνεχεία των Περιφερειών της.

  • Με ειδικά «ταμεία» και πάντα με στόχο τη σύγκλιση των οικονομιών των κρατών μελών, ξεκινώντας ήδη από το 1985, με το τότε «Πρόγραμμα Πλαίσιο» για την Ελλάδα, γνωστό και ως «ΚΠΣ-Ι».

Το οποίο ακολούθησαν άλλα τέσσερα επταετή «Επιχειρησιακά Προγράμματα» ενώ θα ξεκινήσει, τουλάχιστον «στα χαρτιά», από το 2021 άλλο ένα. Και στο οποίο θα «προστεθεί» το νέο «Πρόγραμμα», ανάκαμψης από την κρίση της πανδημίας, με ισομεγέθη προϋπολογισμό!

Με αλλαγές στην ονομασία τους, από «ΚΠΣ» σε «ΕΣΠΑ» και πλέον «ΣΕΣ», ορθολογικά διατυπωμένα ακρώνυμα, τα εν λόγω Προγράμματα, περιλαμβάνοντας σεβαστά ποσά χρηματοδοτήσεων, ύψους έως και 20 δις ευρώ (παλαιότερα ECUs), σε ονομαστικές τιμές, είχαν σταθερή πάντα στόχευση σε δύο βασικούς άξονες.

  1. Τον εκσυγχρονισμό του κράτους και των υποδομών
  2. Tη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, κυρίως με δράσεις ενίσχυσης των δομών εκπαίδευσης, υγείας και φροντίδας ευπαθών ομάδων, ανέργων, νέων, γυναικών κ.α.

Σταδιακά, κατά την εξέλιξή τους τα Προγράμματα αυτά διαθέτουν όλο και μεγαλύτερα ποσά στην οικονομία, για τη στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, υπό αυστηρές προϋποθέσεις διασφάλισης του ανταγωνισμού, και παράλληλα στην αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.

  • Μεταφέροντας ταυτόχρονα ποσά από τις «παραδοσιακές» επιδοματικές πολιτικές, για τη φροντίδα των ευπαθών ομάδων – κυρίως ανέργων –, σε περισσότερο ενεργητικές μορφές – μέτρα – ενίσχυσης της απασχόλησης.

Παρά ταύτα, η αποτελεσματικότητα της αξιοποίησής τους στην Ελλάδα, δυστυχώς, χαρακτηρίζεται, επιεικώς, περιορισμένη.

  • Κατά κανόνα, για όλα μέχρι σήμερα τα επταετή Προγράμματα, υπήρξε εσπευσμένη απορρόφηση, με πολλές αστοχίες («σπατάλες»), κυρίως την τελευταία διετία και μάλιστα αυτήν που ακολουθούσε την επταετία (χρονική διάρκεια ν+2)!

Έτσι ώστε, συχνά μεν να επιτυγχάνεται εντέλει ονομαστική απορρόφηση της τάξης του 90% ή και υψηλότερη στο διάστημα των εννέα ετών, με το πολιτικό προσωπικό, τους εκάστοτε κυβερνώντες, να την επικαλούνται ως επιτυχία, με πενιχρά από την άλλη, όπως διαπιστώνεται πια απ’ όλους, αποτελέσματα. Και αυτό, παρά τους έγκαιρους σχεδιασμούς, τους οποίους οι Ευρωπαϊκοί κανονισμοί υποχρεώνουν κάθε κράτος μέλος να φέρει σε πέρας κατά την έναρξη κάθε Προγράμματος καθώς και παρά τους κανόνες επιτήρησης από τα Ευρωπαϊκά όργανα και τις λεγόμενες «αιρεσιμότητες»!

Δηλαδή συγκεκριμένες πρόνοιες-προαπαιτούμενα στο «Πρόγραμμα-Συμφωνία», η μη τήρηση των οποίων έδινε το δικαίωμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διακόψει τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων του εκάστοτε Προγράμματος.

Αλλά πού!

Πενιχρά καταγράφονται τα αποτελέσματα σ’ όλα τα πεδία, στην υποτιθέμενη αναμόρφωση της αγροτικής παραγωγής, στην αργόσυρτη και με συχνές αστοχίες κατασκευή και λειτουργία των δικτύων συγκοινωνιών και μεταφορών και των άλλων υποδομών, στον εκσυγχρονισμό του κράτους και της διοίκησης και αυτό παρά τις σχετικά μεγάλες επενδύσεις σε προμήθειες υπολογιστικών συστημάτων. Στα δε επιμέρους συστήματα εκπαίδευσης, υγείας και ασφάλειας, οι βελτιώσεις, σε όρους αποδοτικής λειτουργίας του κράτους και εξυπηρέτησης του πολίτη, μετά από παρέλευση τριάντα και πλέον ετών, δείχνουν οριακές. Όπως άλλωστε οι εμπειρίες της καθημερινότητας των πολιτών καταδεικνύουν.

Επίκαιρη και χαρακτηριστική περίπτωση συνιστά η ανεπαρκής ετοιμότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού της χώρας να αξιοποιήσει τις ψηφιακές τεχνολογίες, στις μέρες της πανδημίας, για να υποστηρίξει τους μαθητές να διατηρήσουν απλά μια λειτουργική σχέση με τη μάθηση. Χωρίς να διανοηθεί κανείς να περιλάβει το διάστημα αυτό οποιαδήποτε αναφορά σε νέα γνώση, με βάση την οποία θα έπρεπε να αποτιμηθούν οι επιδόσεις των μαθητών. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι, με έναν πρόχειρο υπολογισμό, οι επενδύσεις, ξεκινώντας από το 2ο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, για εξοπλισμό σε υπολογιστικά συστήματα και στην επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού για την αξιοποίησή του, μπορεί να υπερβαίνει, σε ονομαστικές τιμές, το ποσό του 1δις ευρώ!

  • Τι μπορεί να φταίει;

Για ποιον λόγο διαπιστώνεται αυτή η συστηματική υστέρηση του ελληνικού κράτους και της δημόσιας διοίκησης στην αξιοποίηση των χρηματοδοτήσεων, γεγονός που στοιχίζει τόσον πολύ στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά και τη διασφάλιση της ισοπολιτείας για όλους; Και βέβαια στην αξιοπιστία της χώρας και του Ευρωπαϊκού Νότου, δίνοντας συνεχώς επιχειρήματα στον πλούσιο Βορρά να εγείρει επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα καθώς και την αποτελεσματική αξιοποίηση των πολιτικών Ευρωπαϊκής συνοχής;

Ας αναστοχαστούμε λοιπόν και ας μην αναζητούμε τη λύση σε ένα υποτιθέμενο «Εθνικό Σχέδιο», το οποίο θα φέρει τη συναινετική υπογραφή όλων ή έστω των περισσότερων πολιτικών παρατάξεων.

  • Δεν φτάνουν τα καλά σχέδια, ακόμη και εάν τα «ευλογεί» το σύνολο του πολιτικού προσωπικού. Αλλού έγκειται το πρόβλημα.
  • Η συστηματική καταγραφή των υστερήσεων, τόσα πλέον χρόνια, μαθηματικά μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι χωρίς συστημικές μεταβολές στο κράτος, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη και κοντά σ’ αυτά και στο τραπεζικό σύστημα, κοντολογίς χωρίς αυτό που έχει περιγραφεί υπό τον γενικό όρο «μεταρρυθμίσεις», η πρόκληση της αξιοποίησης χρηματοδοτήσεων ύψους περίπου 64 δις ευρώ, σε διάστημα επταετίας, μπορεί να αποδειχθεί εξίσου ευκαιρία ανάκαμψης και σύγκλισης με τον Ευρωπαϊκό μέσον όρο, όσον και απειλή.

Αυτήν της αργόσυρτης επαναφοράς στην ανάπτυξη, με συνεχή πισωγυρίσματα, με διαρκώς υστερούσα την αξιοποίηση των πόρων, που θα υποχρεώνει την ελληνική οικονομία και κοινωνία στο μαρτύριο του Σισύφου, να κουβαλά αέναα το άγος ενός διογκούμενου «κράτους», ενώ θα μεγαλώνει αντί να μειώνεται η απόσταση της χώρας από την αναπτυσσόμενη Ευρώπη.

Αυτό είναι το στοίχημα τούτης της κυβέρνησης και τουλάχιστον και της επόμενης

[1] Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Ανθρώπινου Κεφαλαίου – Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ