Ενώ το 2025 οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ευρώπη συνεχίζουν να υποχωρούν, και οι ανησυχίες εντείνονται εξαιτίας της γεωπολιτικής αβεβαιότητας και των εμπορικών πολέμων, οι επενδυτές διατηρούν θετική προδιάθεση απέναντι στην Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό.

Η μεγάλη πρόκληση για τη χώρα σήμερα, κατά την EY, είναι να διεκδικήσει πιο ενεργά ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα των ευρωπαϊκών επενδύσεων, που ήδη συρρικνώνεται.

EY logo blackΤα εξαιρετικά χρήσιμα ευρήματα της μεγάλης ετήσιας έρευνας «Attractiveness Survey Ελλάδα 2025» φωτίζουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας αλλά και τα σημεία όπου εξακολουθεί να υστερεί έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, που δίνουν με την ίδια ένταση τη δική τους μάχη για προσέλκυση επενδύσεων.

Η εικόνα των επενδύσεων σε Ευρώπη και Ελλάδα

Το 2024, οι επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 5%, υποχωρώντας στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2017. Μεταξύ των επενδυτών που συμμετείχαν στην ευρωπαϊκή έρευνα, 37% δήλωσαν ότι έχουν αναβάλει, ακυρώσει ή περιορίσει τα επενδυτικά τους σχέδια. Παράλληλα με τον εντεινόμενο ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ για την προσέλκυση κεφαλαίων, προστίθεται και η αντιπαράθεση γύρω από τους δασμούς, με τις αμερικανικές ΑΞΕ στην Ευρώπη να έχουν υποχωρήσει κατά 24% την τελευταία διετία.

Στο αρνητικό αυτό περιβάλλον, η βάση δεδομένων της EY, το European Investment Monitor (EIM), κατέγραψε 35 επενδυτικά έργα στην Ελλάδα το 2024, έναντι 50 το 2023. Πρόκειται για την τέταρτη καλύτερη επίδοση στο διάστημα 25 ετών που παρακολουθεί η βάση δεδομένων. Αθροιστικά, οι επενδύσεις των τελευταίων πέντε ετών αντιπροσωπεύουν το 53% των επενδύσεων που έχει καταγράψει η έρευνα από την έναρξή της, το 2000.

Η φετινή έρευνα επιβεβαιώνει, επίσης, τη συνεχιζόμενη τάση βελτίωσης της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με την έμφαση να μετατοπίζεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας που μπορούν να συμβάλουν στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερα μακροπρόθεσμα οφέλη, όπως μεταφορά τεχνολογίας και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Χαρακτηριστικά, οι επενδύσεις στον κλάδο του λογισμικού και των υπηρεσιών πληροφορικής αντιπροσωπεύουν το 26% του συνόλου, ενώ 14% των ΑΞΕ κατευθύνθηκαν σε δραστηριότητες σχετικές με internet data centers.

Οι προτάσεις της ΕΥ

Από το 2019 η ΕΥ έχει συμπεριλάβει στις ετήσιες έρευνες σειρά προτάσεων, σε πολλές από τις οποίες έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, ενώ άλλες ακόμη παραμένουν επίκαιρες. Οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στη φετινή έρευνα αντικατοπτρίζουν τις σημερινές προκλήσεις που έχουν δημιουργηθεί από το μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, αλλά και τις τεχνολογικές εξελίξεις που επηρεάζουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας, και κινούνται σε οχτώ άξονες:

  1. Στοχευμένες κλαδικές στρατηγικές
  2. Τεχνητή νοημοσύνη
  3. Αντιμετώπιση των ελλείψεων σε ανθρώπινες δεξιότητες
  4. Ενίσχυση του τομέα της βιομηχανίας
  5. Ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον
  6. Branding και διεθνής προβολή
  7. Ποιότητα ζωής
  8. Παρεμβάσεις στη διαμόρφωση κρίσιμων ευρωπαϊκών πολιτικών.

Υψηλή η διάθεση για επενδύσεις

Στα επιμέρους αποτελέσματα της έρευνας, ένας στους δύο ερωτώμενους (48%) δήλωσε ότι η επιχείρησή του σχεδιάζει να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Το ποσοστό αυτό είναι οριακά μειωμένο από το ιστορικά υψηλό 51% που καταγράφηκε πέρσι, αντανακλώντας τη γενικότερη υποχώρηση της πρόθεσης για επενδύσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη (59%, από 72% το 2024).

Τα επενδυτικά αυτά σχέδια αφορούν, κυρίως, υποστηρικτικές υπηρεσίες, όπως call centers, shared services centers και data centers (50%), πωλήσεις και μάρκετινγκ (48%), και έρευνα και ανάπτυξη (37%). Ως βασικός λόγος για τη δημιουργία νέων ή την επέκταση υφιστάμενων δραστηριοτήτων, σύμφωνα με όσους σκοπεύουν να επενδύσουν στη χώρα, αναδεικνύεται η πρόσβαση σε δεξιότητες (39%).

Στο ρευστό σημερινό περιβάλλον, οι γεωπολιτικές εντάσεις ή και συγκρούσεις βρίσκονται φέτος στην πρώτη θέση, από την πέμπτη θέση πέρσι, μεταξύ των κύριων κινδύνων για την ελκυστικότητα της χώρας την επόμενη τριετία, με 39% των αναφορών. Ακολουθούν οι μακροοικονομικές συνθήκες (32%), οι δασμοί και άλλα εμπόδια στο εμπόριο (28%), και η διασφάλιση ενέργειας ή κρίσιμων υλών (28%).

Στο υψηλότερο επίπεδο οι θετικές απόψεις για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής ελκυστικότητας της χώρας

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα συνδέουν, όλο και περισσότερο, τη βελτίωση της εικόνας της χώρας με τις πολιτικές που ακολουθεί. Το 82% των ερωτώμενων, από 79% πέρσι, και μόλις 50% κατά την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το 2019, χαρακτήρισαν την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας στην προσέλκυση διεθνών επενδυτών ως αποτελεσματική, μεταξύ των οποίων, 22% ως πολύ αποτελεσματική.

Οι επιδόσεις της χώρας ως προς την προσέλκυση ανθρώπινου ταλέντου (70% θεωρούν το επίπεδο απόδοσης της Ελλάδας καλό) φαίνεται να τροφοδοτούν αυτή τη θετική άποψη. Ακολουθούν η προσέλκυση επιχειρήσεων (69%), καινοτόμων δραστηριοτήτων (66%) και κεφαλαίου (63%), ενώ λιγότερο αποτελεσματικές κρίνονται οι πολιτικές για την προσέλκυση κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (51%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (50%). Σημειώνεται ότι, κατά την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το 2019, κανείς από αυτούς τους δείκτες δεν ξεπερνούσε το 50%.

Οι συμμετέχοντες εκτιμούν, επίσης, ότι είχε θετική επίδραση στην ελκυστικότητα της χώρας η προσέγγισή της σε τομείς όπως τα δεδομένα και η τεχνολογία (65%), η βιώσιμη ανάπτυξη (64%), η τεχνητή νοημοσύνη (63%), αλλά και η καινοτομία (58%) και το ρυθμιστικό πλαίσιο (56%). Πιο επιφυλακτικοί εμφανίζονται οι επενδυτές σε ό,τι αφορά την προσέγγιση της χώρας προς την ανταγωνιστικότητα του φορολογικού περιβάλλοντος (46%) και την αγορά εργασίας (40%).

Σταθερά θετική η εικόνα για τη χώρα τον τελευταίο χρόνο και αισιοδοξία για την επόμενη τριετία

Τρεις στους πέντε συμμετέχοντες (60%, έναντι 62% πέρσι), δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο έχει βελτιωθεί η άποψή τους για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της. Ειδικότερα, μεταξύ των επιχειρήσεων που δεν έχουν σήμερα επενδυτική παρουσία στη χώρα, το ποσοστό έχει αυξηθεί από 39% σε 41%. Συγχρόνως, 63% (από 69% πέρσι) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία. Το ποσοστό αυτό συγκρίνεται θετικά με το αντίστοιχο για το σύνολο της Ευρώπης (61%), και άλλων συγκρινόμενων χωρών.

Ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις που σχετίζονται με την εκβιομηχάνιση

Με δεδομένη τη μεγάλη πρόκληση της επαναβιομηχάνισης της χώρας, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν πώς κρίνουν την ελκυστικότητα της χώρας ως προορισμό για επενδύσεις που σχετίζονται με την εκβιομηχάνιση. Ενώ μόνο 29% όσων σχεδιάζουν επενδύσεις στη χώρα κατά τον επόμενο χρόνο, δήλωσαν ότι αυτές αφορούν βιομηχανικές δραστηριότητες, συνολικά, 76% των ερωτώμενων θεωρούν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις εκβιομηχάνισης, εκ των οποίων 20% πολύ ελκυστικό, γεγονός που, ενδεχομένως, υποδηλώνει ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες σε αυτόν τον τομέα. Οι καλύτερες προοπτικές για επενδύσεις αυτού του είδους εντοπίζονται στον τομέα της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των ΑΠΕ (45%), στη ναυτιλία, συμπεριλαμβανομένης της ναυτιλιακής/ναυπηγικής μηχανικής (42%), και στον φαρμακευτικό κλάδο και τη βιοτεχνολογία (37%).

Τρεις βασικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας

Για να διατηρήσει η Ελλάδα την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι δίνουν έμφαση σε τρεις βασικές προτεραιότητες: την υποστήριξη στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, όπως το Cleantech, η τεχνητή νοημοσύνη, η άμυνα, η τεχνολογία, και άλλοι (28%), τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανθρώπινο κεφάλαιο (26%) και τη μείωση και απλοποίηση της φορολογίας (25%).

Οι επενδυτές αναμένουν ακόμη περισσότερα από την Ελλάδα

Κατά την τελευταία πενταετία, το ΕΙΜ κατέγραψε περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις από όσες είχαν πραγματοποιηθεί στη χώρα κατά τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν. Η επίδοση αυτή είναι ακόμη πιο σημαντική, καθώς συνέβη κατά το διάστημα που οι ΑΞΕ στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 16%, υπό την επήρεια της οικονομικής επιβράδυνσης, του πολέμου στην Ουκρανία και του εντεινόμενου ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ. Στο αρνητικό αυτό περιβάλλον, η ανθεκτικότητα των ΑΞΕ στην Ελλάδα, και η θετική προδιάθεση των επενδυτών για τη χώρα μας, δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Αντίθετα, η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν μακροπρόθεσμα την ελκυστικότητα της χώρας.

Συμπληρώστε τη φόρμα για να λάβετε την πλήρη έκδοση της έρευνας