Η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική στο δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, επισημαίνεται στο τελικό σχέδιο του νέου προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή. Και το οποίο προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη, «έκρηξη» των επενδύσεων, ποσοστιαία άνοδο των εξαγωγών μεγαλύτερη από εκείνη των εισαγωγών, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και περαιτέρω μείωση της ανεργίας.
Ειδικότερα, προβλέπονται: ‘
Ανοδος του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2025, από 2,2% το 2024 και 2,3% το 2022.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,7% το 2024 και 8,4% το 2025, από 6,6% πέρυσι.
Το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί από 11,1% το 2023 και 10,3% το 2024 σε 9,7% το 2025.
Ενώ η απασχόληση θα αυξηθεί από 1,2% πέρυσι και 1,1% εφέτος, κατά 0,7% το 2025.
Το ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 10 δισ. ευρώ το 2025 και ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ να μειωθεί από 163,9% το 2023 σε 154% το 2024 και περαιτέρω σε 147,5% το 2025. Ενώ, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ εφέτος και 2,4% του ΑΕΠ το 2025.
Ο πληθωρισμός, από 3,5% σε μέσα επίπεδα πέρυσι, αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,7% εφέτος και να μειωθεί ο ρυθμός ανόδου σε 2,1% το 2025.
Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί από 2,3% το 2023 και 2,2% εφέτος σε 2,3% το 2025. Η δημόσια κατανάλωση, αντίθετα, θα περιοριστεί από 1,8% πέρυσι, σε 1,7% εφέτος και σε 1,6% το 2025.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν από 1,9% πέρυσι, κατά 5,4% εφέτος και κατά 4% το 2025. Ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, θα αυξάνονται από 0,9% το 2023, κατά 4% εφέτος και κατά 3,6% το 2025.
Παράλληλα, ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει το σύνολο των παρεμβάσεων που έχουν ανακοινωθεί, συμπεριλαμβανομένων όσων παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Τα νέα μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα που επηρεάζουν τον τακτικό προϋπολογισμό επιφέρουν επιπλέον δημοσιονομικό κόστος το 2025 σε σχέση με το 2024, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, ενώ πλήθος άλλων παρεμβάσεων χρηματοδοτείται από πόρους του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων (εθνικό και συγχρηματοδοτούμενο σκέλος και Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – ΤΑΑ). Σε αυτό το πλαίσιο οι επενδυτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν από 13,15 δισ. ευρώ το 2024 σε 14,1 δισ. ευρώ το 2025, πλέον των πόρων του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, τα ανωτέρω θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία επιτυγχάνονται στη βάση της δημοσιονομικής σύνεσης. Παράλληλα, ενισχύεται το κοινωνικό κράτος και εφαρμόζεται ένα πλέγμα δημοσιονομικών παρεμβάσεων, το οποίο βελτιώνει το πραγματικό εισόδημα των πολιτών και μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες.
Οι παρεμβάσεις είναι εντός των δημοσιονομικών στόχων που τίθενται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό- Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025- 2028, καθώς προβλέπεται αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% το 2025 σε σχέση με το 2024, ενώ ο σχετικός στόχος ανέρχεται σε αύξηση δαπανών έως 3,7%. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,5% το 2024 και 2,4% το 2025 και το συνολικό αποτέλεσμα σε -0,7% το 2024 και -0,6% το 2025.
Όπως επισημαίνεται στον προϋπολογισμό, οι νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, που συμπληρώνονται από σειρά θεσμικών μέτρων, εστιάζουν στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ενίσχυση των επενδύσεων και της καινοτομίας, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού και του στεγαστικού ζητήματος καθώς και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Καθώς, και στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως είναι το δημογραφικό και το στεγαστικό πρόβλημα, η κλιματική κρίση, αλλά και να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες για την ενίσχυση του συστήματος Υγείας και της Εθνικής ‘Αμυνας.
Αναλυτικότερα, στο κείμενο του νέου προϋπολογισμού αναγράφονται τα εξής:
Ο ρυθμός πραγματικής ανάπτυξης στην Ελλάδα προβλέπεται να ανέλθει σε 2,3% το 2025 από 2,2% το 2024 και 2,3% το 2023, ενισχυόμενος, ως προς την εγχώρια ζήτηση, από τη δυναμικότερη ώθηση των επενδύσεων, την περαιτέρω άνοδο της απασχόλησης και των εισοδημάτων και τη σταθερή μεγέθυνση της καταναλωτικής δαπάνης.
Η αναπτυξιακή δυναμική στην Ελλάδα προβλέπεται να διατηρηθεί σημαντικά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχοντας ως μοχλούς τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση και την εξαγωγική δραστηριότητα. Το 2025 προβλέπεται να αποτελέσει για την Ελλάδα το τρίτο συνεχόμενο έτος, μετά την ανάκτηση των απωλειών ΑΕΠ της πανδημίας, που θα καταγράψει ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης άνω του 2%, ο οποίος αντιστοιχεί σε μέσο ρυθμό τριετίας υπερδιπλάσιο από τον μέσο εκτιμώμενο ρυθμό για την Ευρωζώνη την ίδια περίοδο (σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φθινόπωρο 2024).
Το 2025 οι επενδύσεις αναμένεται να αναδειχθούν σε κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης αντικαθιστώντας την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία είχε την πρωταρχική συμβολή τα προηγούμενα έτη, ως αποτέλεσμα της φιλοεπενδυτικής οικονομικής πολιτικής, της εντατικότερης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, των κεκτημένων από τις εθνικές διαρθρωτικές πολιτικές για το επιχειρηματικό περιβάλλον και των ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, σε συνέχεια της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της εμπέδωσης του κλίματος εμπιστοσύνης από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα. Ο ρυθμός της αύξησης των επενδύσεων προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 8,4% το 2025, ενισχυμένος έναντι του 2024 (6,7%).
Το επενδυτικό κενό της Ελλάδας σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης, το οποίο κορυφώθηκε το 2019, μετά τη διεύρυνσή του κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής, θα συνεχίσει να περιορίζεται το 2025, για έκτη συνεχή χρονιά. Μάλιστα, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία εθνικών λογαριασμών για το 2023 που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ τον Οκτώβριο 2024, το κλείσιμο του επενδυτικού κενού συντελείται με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με τα σχετικά στοιχεία του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2025, λόγω της δυναμικότερης αύξησης των πραγματικών επενδύσεων μετά το 2019, κυρίως κατά τα έτη 2022 και 2023.
Ως αποτέλεσμα, ο στόχος του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού για τη μείωση του πραγματικού επενδυτικού κενού το 2025 έχει συντελεστεί ήδη από το 2023, σε 5,4 ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Το 2025 οι πραγματικές επενδύσεις στην Ελλάδα προβλέπεται να ανακάμψουν περαιτέρω, σε 17,5% του ΑΕΠ έναντι του 20,8% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη. Αυτό αντιστοιχεί σε σωρευτική βελτίωση άνω των δύο τρίτων (69,4%) του επενδυτικού κενού της Ελλάδας το 2025 έναντι του 2019, με το ύψος του επενδυτικού κενού για το έτος να διαμορφώνεται σε 3,3 ποσοστιαίες μονάδες, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2010 έως σήμερα.
Το ποσοστό της ετήσιας πραγματικής ανάπτυξης του 2025, που δεν εξηγείται από τη δυναμική των επενδύσεων, εκτιμάται ότι θα προέλθει σε καθαρή βάση από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,6% σε ετήσια βάση), η οποία συντηρείται από τις θετικές τάσεις στην απασχόληση (+0,7%), στα ονομαστικά εισοδήματα από μισθωτή εργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (+3,4%) και στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών, υπό τη μειούμενη επίδραση του πληθωρισμού.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων (ονομαστικών και πραγματικών) χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, οι οποίες ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης εφέτος, αφορούν στο 2025 και εκτείνονται μέχρι το 2027, με κύριο γνώμονα τη βελτίωση του επιπέδου ευημερίας για όλες τις κοινωνικές ομάδες. Στόχος, μεταξύ άλλων, είναι η αύξηση του μέσου εισοδήματος στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, η ενίσχυση των συντάξεων, η αντιμετώπιση του στεγαστικού και του δημογραφικού προβλήματος, η στήριξη των ευπαθών ομάδων, ο περιορισμός των ανισοτήτων, η αναβάθμιση των υπηρεσιών της δημόσιας υγείας και της παιδείας καθώς και η προώθηση της επιχειρηματικότητας.
Το 2025 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει σημαντικά τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ (+2,1%), καθώς οι υποκείμενες πιέσεις τιμών στα τρόφιμα και στην ενέργεια θα μετριάζονται περαιτέρω και ο πυρήνας πληθωρισμού θα εξομαλύνεται σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, κοντά στο επίπεδο που προβλέπεται για τον γενικό δείκτη (+2,2%).
Σε όρους Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί το 2025, για πρώτη φορά από το 2009, σε μονοψήφιο ποσοστό 9,7% του εργατικού δυναμικού και ακόμα χαμηλότερα σε εθνικολογιστικούς όρους, σε 8,2% του εργατικού δυναμικού, επωφελούμενη από την εύρωστη εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, τις παρεμβάσεις στις αμοιβές και τις ασφαλιστικές εισφορές και από συνέργειες του εθνικού και συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του ΑΠΔΕ και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» για την απασχόληση.
Σε συμφωνία με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εθνική πρόβλεψη για αύξηση το 2025 των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 3,4% και των αμοιβών ανά εργαζόμενο κατά 2,7%, με ρυθμό μεγαλύτερο του πληθωρισμού (2,1%), υποδηλώνει κέρδη για τον πραγματικό μέσο μισθό για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η οποία συνδέεται και με την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου και του μέσου μισθού (με κυβερνητικό στόχο τα 950 ευρώ και τα 1.500 ευρώ, αντίστοιχα, το 2027).
Σημειώνεται ότι εάν ληφθεί υπόψη η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η αύξηση των καθαρών εισοδημάτων είναι ακόμα μεγαλύτερη, ενώ στις φθινοπωρινές της προβλέψεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρεί προς τα πάνω την πρόβλεψή της για την ετήσια ονομαστική αύξηση το 2025, σε 3,2% από 2,7%, για τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο. Η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να αυξηθεί πιο δυναμικά το 2025 (+1,5% σε ετήσια βάση από +1% το 2024), αντλώντας οφέλη από τον μετασχηματισμό της οικονομίας, υπό το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, διαφυλάττοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.