Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Το Ποντίκι” (15/3/2023).


Πρώτα είχαμε το σοκ. 57 συνάνθρωποι μας, νέοι οι περισσότεροι, έχασαν τη ζωή τους σε ένα τραγικό δυστύχημα που όμως θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Και μετά ακολούθησε η οργή. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας να γίνουν γνωστά τα αίτια της τραγωδίας στα Τέμπη, ώστε να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα.
Παράλληλα διαμαρτυρήθηκαν –και συνεχίζουν να το κάνουν- για τις ευθύνες που έχει η κυβέρνηση. «Φταίμε και εμείς αλλά και όσοι πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια, για την κατάσταση των σιδηροδρόμων», απαντά το Μέγαρο Μαξίμου.

Κάπως έτσι αναδεικνύεται το γεγονός ότι καμία κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε επί της ουσίας με την επίλυση ενός τόσο σοβαρού προβλήματος, όπως η αναβάθμιση των σιδηροδρομικών υποδομών.

Και αντίστοιχα παραδείγματα και παθογένειες υπάρχουν και σε πολλούς άλλους τομείς. Οικονομία, Παιδεία, Δικαιοσύνη, Εθνική Άμυνα, είχαν ανάγκη σοβαρών μεταρρυθμίσεων που όμως δεν προχώρησαν. Είτε γιατί υπήρχαν άλλες προτεραιότητες από τους κυβερνώντες, είτε γιατί κάποιοι φοβήθηκαν το πολιτικό κόστος, η ουσία είναι ότι τόσα χρόνια βλέπουμε μόνο κάποια αποσπασματικά μέτρα.

Ένα τρανταχτό παράδειγμα αδυναμίας του κρατικού μηχανισμού να πάει τη χώρα μπροστά, είναι αυτό της παραοικονομίας. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να έχει παταχθεί εδώ και χρόνια. Δεν έγινε όμως. Προφανώς γιατί υπάρχουν συμφέροντα πίσω από όλο αυτό που συμβαίνει και που συνεχίζει να «πονά» τα κρατικά ταμεία αλλά και να προκαλεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά.

Το διαχρονικό μέλημα όσων πέρασαν από την καρέκλα της εξουσίας ήταν να παραμείνουν σε αυτήν. Και προς αυτή την κατεύθυνση χρησιμοποιούσαν κομματικούς στρατούς.
Όμως αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι λείπουν οι λύσεις απέναντι στις προκλήσεις. Όχι οι κομματικοί ψήφοι.

Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση προβλημάτων που χρονίζουν, αρκεί να δούμε τι ισχύει σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί όπου κυβερνήσεις συνεργασίας ασχολούνται με όλα όσα απασχολούν την κοινωνία, προσπαθώντας να δημιουργήσουν συνθήκες ανάπτυξης.
Εκεί όπου έχουν μπει στο περιθώριο διαχωριστικές γραμμές με διλήμματα που έρχονται από το παρελθόν, όπως «δεξιοί και αριστεροί».

Στο σύνολο τους οι πολίτες ενδιαφέρονται για την πρόοδο, την προκοπή. Θέλουν να μετακινούνται με ασφάλεια, να υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που θα βοηθούν στην ανάπτυξη της δουλειάς τους, να μην βλέπουν κάθε λίγο και λιγάκι αλλαγές σε θέματα που σχετίζονται με τη φορολόγηση τους, το ασφαλιστικό τους μέλλον ή την εκπαίδευση των παιδιών τους. Που δεν θα υπάρχει το φαινόμενο του πελατειακού κράτους. Και βέβαια ζητούν άμεση εφαρμογή λύσεων απέναντι σε σοβαρά θέματα, όπως η ακρίβεια και η ανεργία, που πλήττουν την ελληνική κοινωνία. Όχι με επιδόματα αλλά με δράσεις που θα δώσουν αποτελέσματα.

Κάπως έτσι οι πολίτες –κυρίως οι νέοι- έχουν απωλέσει την εμπιστοσύνη τους απέναντι στα πολιτικά κόμματα και για αυτό βλέπουμε να αναδύονται όλο και περισσότερες αντισυστημικές δυνάμεις. Μπορεί αυτό να αποτελέσει λύση; Όχι βέβαια, αν κρίνουμε από το πρόσφατο παρελθόν και από τις περιπέτειες που πέρασε η κοινωνία μας.

Αν όμως επιτευχθεί επιτέλους μία εθνική συνεννόηση, αν αλλάξει γενικότερα η πολιτική μας κουλτούρα και οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν αντιμετωπίζονται ως μία ύστατη λύση μπροστά στο πολιτικό αδιέξοδο αλλά ως μία συνειδητή επιλογή που είναι συμφέρουσα για το κοινωνικό σύνολο, τότε έχουμε ελπίδες να αισιοδοξούμε.

Είμαστε μία σχετικά μικρή οικονομία και με πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του διχασμού, ενώ είναι ουτοπικό να πιστεύουμε σε «σωτήρες».

Χρειαζόμαστε όραμα και σχέδιο για να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό απαιτεί συναινέσεις και συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα. Και ένα από αυτά, είναι της κυβερνησιμότητας.