Του Ηλία Καραβόλια
Ένα κείμενο μακροοικονομικής ανάλυσης χωρίς παράθεση μεγεθών και αριθμών δεν είναι συνήθως πειστικό.
Θα προσπαθήσω όμως -φίλε αναγνώστη- να αποφύγω τα νούμερα αφού τα δις και τα τρις που διαβάζουμε αυτές τις ημέρες μοιάζουν να απέχουν απο τα εισοδήματα και τους μισθούς μας τουλάχιστον όσο απέχουν οι γαλαξίες μεταξύ τους στο σύμπαν.
Γράφω αυτό το κείμενο διότι με προβληματίζει η συνεχής άνοδος των χρηματιστηρίων μετά το τέλος του lock down και αυτό παρά τις ισχυρές ενδείξεις ύφεσης.
Γεγονός που κατ αρχήν δείχνει το αυτονόητο εδώ και δεκαετίες:
  • H πραγματική οικονομία έχει αποσυνδεθεί απο το παίγνιο του χρηματιστηριακού κεφαλαίου.
Βασική αιτία της ανόδου των μετοχών δεν είναι οι προσδοκίες για αυξημένα κέρδη των εταιρειών αλλά τα θηριώδη προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών και τα Tαμεία Aνάκαμψης σε ΕΕ, ΗΠΑ, Κίνα και αλλού.
  • Η ρευστότητα που πρόκειται να πέσει στις αγορές μετά την πανδημία συνολικά είναι τεράστια, πρωτοφανής και “ύποπτη” σχετικά με την μακροοικονομική σταθερότητα ή την ανισορροπία που μπορεί να επιφέρει.
Λέω ύποπτη διότι ξαφνικά βρέθηκε τόσο χρήμα για τις οικονομίες όσο δεν είχε βρεθεί ποτέ στο παρελθόν. Και προφανώς συνδέεται με το ύψος της προσδοκώμενης ύφεσης, την ένταση και την διάρκεια της.
Αλλά ας πάμε λίγο στο κεντρικό θεωρητικό ζητούμενο του παρόντος κειμένου.
  • Πολλοί βλέπουν το Κράτος να παρεμβαίνει στις οικονομίες και ονομάζουν αυτές τις πολιτικές ως Κεϋνσιανές.
Δεν θα χαθούμε στις έννοιες. Άλλωστε κάθε οικονομική πολιτική που επιδοτεί την οικονομία έχουμε συνηθίσει να την αποδίδουμε στην Kεϋνσιανή οικονομία.
Η μόδα είναι στην Ακαδημαική κοινότητα να μιλάμε για μετα- ή νεο- κευνσιανισμό.
  •  O νεο-κεϋνσιανισμός φυτρώνει στο ίδιο διανοητικό έδαφος που φύτρωσε και ο νεο-φιλελευθερισμός. H προσθήκη του «νέο» σε δόγματα του παρελθόντος σημαίνει την σιωπηλή παραδοχή ότι «κάτι άλλαξε». Aνάμεσα στο «παλιό» (και αυθεντικό) και στο «νέο». Aλλά σημαίνει και τη νωθρότητα της σκέψης: «κάτι άλλαξε», καλύτερα όμως να μην ασχολούμαστε με λεπτομέρειες( βλ. Αντιλεξικό κριτικής της πολιτικής οικονομίας, Κεϋνσιανισμός: 1917-1945, Αθήνα 2012)
Το βολικό ανάθεμα στον νεοφιλελευθερισμό, που και ο γράφων χρησιμοποιεί συχνά, συγκαλύπτει το επικίνδυνο φαινόμενο του νεο-κρατισμού και της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που δημιουργεί οικονομίες υπερανάληψης νεο-εκδιδόμενου χρήματος.
Με απλά λόγια:
  • Δαιμονοποιώντας τις αγορές που δεν είναι αποτελεσματικές, πέφτουμε στην παγίδα να μην ερμηνεύουμε με τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία την  άνοδο των χρηματιστηρίων (σήμερα στην εκκίνηση μιας ύφεσης) που αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την απο-συσχέτιση πραγματικής / εικονικής οικονομίας.
Και η μετακευνσιανή θεωρία,με κύριο εκφραστή της τον Marc Lavoie στον Καναδά, διαφοροποιείται απο τις”νεοκευνσιανές” θεωρίες που συνοδεύουν την παροχή ρευστόστητας στις οικονομίες αυτή την περίοδο.
  • Πχ.τα μετα-κεινσιανά μακροοικονομικά μοντέλα δίνουν μεγάλο βάρος στις διαφορές μεταξύ μακροχρόνιου και βραχυχρόνιου επιτοκίου.
Γεγονός ιδιαίτερα κρίσιμο ως παράμετρος αποτίμησης αυτή την περίοδο για αποδόσεις ομολόγων και αρνητικά επιτόκια καταθέσεων, φαινόμενα που συνθέτουν ένα παράδοξο σκηνικό στις αγορές.
Ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλία, M.King στο εξαιρετικό του βιβλίο The End of Alchemy, Great Britain Little (Brown 2016),ζώντας έκ των έσω την παράνοια της χρηματοπιστωτικής μανίας
  • ”…ορίζει την χρηματοπιστωτική αλχημεία ως την γενική και εδραιωμένη πεποίθηση ότι το σύνολο του παραστατικού χρήματος (fiat money) μπορεί να μετατραπεί σε περιεκτικό χρήμα με εγγενή αξία…”
(βλ. σελ. 27, Μελέτες για την Πολιτική Οικονομία του Σύγχρονου Καπιταλισμού,
Α. Κολλιόπουλος, εκδ. Παπαζήση, 2020).
Παραθέτω το παραπάνω για να αποτυπώσω τον πυρήνα του προβληματισμού μου:
η ταύτιση του χρήματος με το χρέος λειτουργεί ως ιμάντας μεταφοράς των προσδοκιών παρά ως μηχανισμός μετάθεσης της ζήτησης καθ’ εαυτής (βλ.ο.π, σελ.28)
O νεοκρατισμός της εποχής μετά την πανδημία απεγκλωβίζει την κευνσιανή θεωρία απο τα παραδοσιακά στεγανά περί ενεργούς ζήτησης στις οικονομίες.
Αγορές και δρώντες σε αυτές θα μετατρέψουν τις οικονομίες σε οικονομίες υπερανάληψης. Οι νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών δεν ρίχνουν έτσι απλά χρήμα στην οικονομία.
  • Καναλιζάρουν κεφάλαια που θα κινούνται στις λογιστικές εγγραφές του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέχρι να βγούν στην παραγωγή, στο εμπόριο, στην κατανάλωση.
Και αυτό το καναλιζάρισμα συμβαίνει σε ένα οικονομικό περιβάλλον γενικευμένης ύφεσης με παγκόσμιες ανισορροπίες μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών και μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων βιομηχανικά οικονομιών.
Όλα φυσικά εντός του γεωπολιτικού παιγνίου, τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας και την αναζωπύρωση του εθνικού προστατευτισμού.
Συμπερασματικά:
Η άνευ προηγουμένου παροχή ρευστότητας εντός των επομένων ετών μοιάζει να απέχει απο τα παραδοσιακά κευνσιανά εργαλεία οικονομικής πολιτικής και να προσομοιάζει με χρηματοδοτούμενη υπερανάληψη απο τις αγορές, οι οποίες φαίνεται ότι προεξοφλούν μελλοντική ζήτηση.
Και το παράδοξο είναι ότι μπήκαμε σε ύφεση.
Εκείνο που θα ισορροπήσει τα πράγματα, και ίσως αναχαιτίσει την ανεργία και την πτώση των εισοδημάτων, δεν είναι τόσο τα 13-14 τρις που θα ριχτούν σε αγορές και οικονομίες, ούτε το μέγεθος της συνολικής ζήτησης, όσο το σε ποιους κλάδους αυτή παρέχεται.
  • Η διοχέτευση αντιπαραγωγικού χρήματος σε τομείς που δεν ωθούν την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση αλλά ρίχνουν μισθούς και εισοδήματα, δεν είναι Κεϋνσιανισμός αλλά στρέβλωση υπερεπεκτατικής πολιτικής.
Και όσο και αν δεν φοβόμαστε τον πληθωρισμό, αφού και τα επιτόκια είναι μηδενικά/αρνητικά, ας μην ξεχνάμε ότι οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι ρευστότητα που δεν μετατρέπεται πάντα σε ζήτηση για επενδύσεις
(άλλο ένα τυφλό σημείο της ορθόδοξης/συστημικής σκέψης…)