Με τις κεντρικές ομιλίες του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank Βασίλειου Ράπανου ολοκληρώθηκαν με επιτυχία, το Σάββατο 4 Δεκεμβρίου στο Ναύπλιο, οι εργασίες της επιστημονικής συνάντησης με τίτλο «200 Χρόνια Ελληνικής Οικονομίας: Μεταξύ Κράτους και Αγοράς», μίας συνδιοργάνωσης των Ιστορικών Αρχείων της Alpha Bank και της Τράπεζας της Ελλάδος, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Ο κ. Στουρνάρας ανέπτυξε το θέμα: «Η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος σε Ελλάδα και ευρωζώνη μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική» και αναφέρθηκε στους κινδύνους για τις τράπεζες και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα από την πανδημία και στο πως ανταποκρίθηκαν οι εποπτικές αρχές σε αυτήν, τονίζοντας ότι «παρά την οξεία παγκόσμια ύφεση το 2020, ο τραπεζικός τομέας παρέμεινε ανθεκτικός», χάρη στα πρωτοφανή μέτρα που ελήφθησαν και απορρόφησαν τους κραδασμούς στην πραγματική οικονομία. Επεσήμανε, όμως, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μεταξύ των οποίων αναφέρθηκε επιλεκτικά στον κίνδυνο που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, η οποία κατέχει πλέον κεντρική θέση στην αναθεωρημένη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στη συνέχεια ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε στα θέματα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ και πως αυτά σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνοντας ότι «βασικός παράγων που θα καθορίσει τις εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ είναι ο πληθωρισμός σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα», τονίζοντας ότι το πρόσφατο άλμα του πληθωρισμού είναι προσωρινό και ότι δεν αναμένεται υψηλός πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι μετά την κρίση του 2009 έγιναν ουσιαστικά βήματα προς τη βελτίωση της τραπεζικής εποπτείας παγκοσμίως, ενώ με την πανδημία έγινε σαφές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η εποπτεία από μόνη της δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει συστημικά περιστατικά, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν και ότι οι εποπτικές αρχές «θα πρέπει να συνεχίσουν να επαγρυπνούν και να παρακολουθούν τη συσσώρευση κινδύνων και τη δημιουργία ανισορροπιών και να αναλαμβάνουν δράση όπου χρειάζεται».
Ο κ. Ράπανος ανέπτυξε το θέμα «Ικανότητα του κρατικού μηχανισμού και δημοσιονομική πολιτική» αρχίζοντας με τη διαπίστωση ότι, αν και η Ελλάδα είχε καταταγεί στις ανεπτυγμένες χώρες με την ένταξή της στην ευρωζώνη, η θεσμική της ικανότητα στη δικαιοσύνη, στη φορολογική διοίκηση και στον έλεγχο των δαπανών ήταν σε επίπεδο κατώτερο πρακτικά από κάθε άλλη ευρωπαϊκή οικονομία.
Εξετάζοντας αναλυτικά τα δημοσιονομικά ζητήματα της χώρας μας ο κ. Ράπανος τόνισε πως «οι χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα αυτό, οφείλονται όχι μόνο σε άστοχες ή κακές πολιτικές, αλλά σε μεγάλο βαθμό και στη χαμηλή ικανότητα του κρατικού μηχανισμού. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου με τη δημιουργία κυρίως ανεξάρτητων αρχών, μερικές από τις οποίες είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένες».
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος του ΔΣ της Alpha Bank αναφερόμενος στον τομέα της φορολογίας επεσήμανε ότι «η νομοθεσία συνεχίζει να είναι πολύπλοκη και ασαφής με αποτέλεσμα το φορολογικό μας σύστημα να είναι αρνητικό στοιχείο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων» ενώ στον τομέα των δημοσίων δαπανών «έχει γίνει σημαντική πρόοδος στην παρακολούθηση και στον έλεγχο των δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης», παραμένουν όμως αρκετά προβλήματα στον ουσιαστικό έλεγχο, σε αποκεντρωμένους φορείς όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, τα νοσοκομεία κ.ά.
Κλείνοντας, ο κ. Ράπανος έκανε μία σειρά από προτάσεις πολιτικής που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που επεσήμανε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των προτάσεων αυτών είναι η δημιουργία μηχανισμών για την αξιολόγηση των δημοσίων δαπανών ή για την κωδικοποίηση και απλοποίηση της φορολογίας καθώς και η εισαγωγή σύγχρονων λογιστικών προτύπων τα οποία θα επιτρέπουν τη δημοσίευση ισολογισμών των δημοσίων οργανισμών, που θα έχουν ελεγχθεί από ορκωτούς ελεγκτές. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως ανέφερε στο τέλος της ομιλίας του ο κ. Ράπανος, πέρα από την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου θεσμικού πλαισίου, «η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από το αν το πολιτικό μας σύστημα και οι πολίτες του θα το σεβαστούν και θα το τηρήσουν».