του Νικήτα Καστή[1]
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για τα «σκάνδαλα», οικονομικής κυρίως διαχείρισης, από την εκάστοτε πολιτική εξουσία στην Ελλάδα, με τη «γαργαλιστική» αλλά και θεσμικά τρομακτική τροπή που έλαβε η υπόθεση “NOVARTIS”, έρχεται να προστεθεί στον έντονο προβληματισμό σχετικά με την αδήριτη πραγματικότητα, μιας θεσμικά ανεπαρκούς και εντέλει αναποτελεσματικής διακυβέρνησης της χώρας. Που δεν μπορεί να βγάλει την κοινωνία και την οικονομία από την κρίση, ευθυνόμενη για την ατελή ή και στρεβλή εφαρμογή του Προγράμματος Στήριξης της Ελλάδας, μην προχωρώντας στις απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ούτε διαμορφώνοντας παραδείγματα υγιούς πολιτικής πρακτικής εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού.
Αντίθετα δε, κατά τις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, εκ των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι οι προβληματικές και αντι-θεσμικές πρακτικές – που είχαν οδηγήσει στην κρίση – καταρχήν «εξαγνίσθηκαν» από το εκλογικό σώμα και στη συνέχεια εφαρμόσθηκαν εκ νέου, ιδιαίτερα από την κυβερνητική πλειοψηφία. Με μεγαλύτερο μάλιστα ζήλο από αυτόν που επεδείχθη από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού, στο διάστημα μέχρι το 2010. Συγκριτικές αναφορές, σε σχέση με την πολιτική πραγματικότητα άλλων χωρών είναι, εδώ, χρήσιμες.
Είναι γεγονός ότι στις ώριμες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες του 21ου αιώνα, οι πολίτες εκλέγουν πια με κριτήριο την αξιοπιστία των παρατάξεων, των οποίων την ικανότητα διακυβέρνησης καλούνται να εκτιμήσουν και έτσι να επιλέξουν. Και όχι με βάση υποσχέσεις και δήθεν «προγράμματα» ή και ιδεολογικές αναφορές νοσταλγίας!
Σημαντικό βάρος στην απόφαση ψήφου έχει η εκτιμώμενη ακεραιότητα των εκτιθέμενων υποψηφίων, για μια θέση στο σώμα των αντιπροσώπων. Στο κοινοβούλιο καταγράφονται, με βάση το εκάστοτε εκλογικό αποτέλεσμα, οι δια- ή και πολυ-κομματικές πλειοψηφίες για την εν αρχή και σπουδαιότερη όλων δήλωση εμπιστοσύνης στο προτεινόμενο από τα πλειοψηφούντα κόμματα κυβερνητικό σχήμα. Kαι στη συνέχεια για το απαιτητικό στις μέρες μας ελεγκτικό, κατά κύριο λόγο, αλλά και για το νομοθετικό έργο. Κατά την επιτέλεση δε του τελευταίου, οι πλειοψηφίες σχηματίζονται με κριτήριο την αρτιότητα και την εκτιμώμενη αποτελεσματικότητα των – με μέτρο – εισαγόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων.
Αυτό το πλαίσιο δημοκρατικής και συγχρόνως αποτελεσματικής διακυβέρνησης διασφαλίζεται πρωτίστως από τον πολιτικό πολιτισμό των εκλογέων. Οι οποίοι επιλέγουν πλέον με βασικό κριτήριο τα προσόντα των υποψηφίων, στα οποία βέβαια περιλαμβάνεται και επαρκής δόση ηθικής ακεραιότητας – ήθους! Η αποτελεσματική διακυβέρνηση διασφαλίζεται και από την αυτόνομη δικαστική εξουσία και από την ανεξάρτητη από τις εκάστοτε πλειοψηφίες και πάντα αξιολογούμενη και λογοδοτούσα δημόσια διοίκηση. Καθώς και από τις άλλες θεσμικά ανεξάρτητες αρχές, που από κοινού υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και προστατεύουν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα.
Παρά το ότι, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, λόγω των «κρίσεων της παγκοσμιοποίησης», το πολιτικό προσωπικό, συχνά, δεν παρουσιάζεται, σύμφωνα τουλάχιστον με τους εκλογείς, αντάξιο των απαιτήσεων των καιρών και έτσι, συχνά «απορρίπτεται» από το εκλογικό σώμα. Σε, συνήθως προσωρινό, όφελος των εκάστοτε λαϊκιστικών πολιτικών εκφράσεων. Ακόμη όμως και σε παρόμοιες περιστάσεις, οι θεσμικά ώριμες πολιτείες συνεχίζουν απρόσκοπτα να λειτουργούν, διασφαλίζοντας ισονομία, κοινωνική πρόνοια και ευημερία και οικονομική ανάπτυξη. Δηλαδή, σε διαστήματα κατά τα οποία οι πολιτικές ηγεσίες δεν αποδεικνύονται ικανές να συμβάλλουν αποτελεσματικά στο έργο της διακυβέρνησης, η δημόσια διοίκηση και οι άλλοι θεσμοί διασφαλίζουν τα βασικά, δημόσια αγαθά.
Τα παραπάνω δεν φαίνεται δυστυχώς να αφορούν τον λεγόμενο «νέο Ευρωπαϊκό νότο», ορισμένες από τις χώρες της Βαλκανικής και την Ελλάδα. Ειδικότερα η περίπτωση της τελευταίας, όπως μάλιστα καταγράφεται στη διάρκεια της κρίσης, με διάφορες ευκαιρίες και με την πρόσφατη της “NOVARTIS”, προσδιορίζεται από την «καταστροφική» συγκυρία της συνύπαρξης μιας αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, με – τουλάχιστον – προβληματική απονομή της δικαιοσύνης, με ανεπαρκούς ποιότητας ενεργό πολιτικό προσωπικό και με έναν ανώριμο πολιτικό πολιτισμό του εκλογικού σώματος. Εξού και η «εύκολη», συλλήβδην απόρριψη του πολιτικού προσωπικού από τους εκλογείς, σε όφελος των λεγόμενων άφθαρτων, αλλά και χωρίς προσόντα και εμπειρία, «νέων» πολιτικών. Οι οποίοι «ιππεύουν» ή και «σύρονται» από το κύμα του – διεθνούς – λαϊκισμού, αυτού της απλοποίησης των προβλημάτων. Που δήθεν λύνονται, κατά τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ και άλλους, με «μαγικές» κινήσεις της «κοινής λογικής», την οποία οι «ανίκανοι» προηγούμενοι δεν μπορούσαν – ή δεν ήθελαν λόγω «συμφερόντων» – να υιοθετήσουν! Μας θυμίζει άραγε κάτι, σχετικά με τα πρόσφατα καθ’ υμάς και μάλιστα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής;
Εντέλει, η εκλογή των «άφθαρτων νέων», σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα συγκυρία, συνιστούν συνταγή μη άσκησης ή ανεπιτυχούς άσκησης πολιτικής. Χωρίς την επίλυση των χρονιζόντων προβλημάτων, που άλλωστε έχουν προκαλέσει και την κρίση. Με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα, που η ελληνική κοινωνία βιώνει από το 2010/2011.
Το πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής, με τα όποια αποτελέσματα να αποτιμώνται μακροπρόθεσμα, είναι χαρακτηριστικό του παραπάνω καταστροφικού συνδυασμού ακυβερνησίας στην Ελλάδα. Είναι επίσης, όχι τυχαία, χαρακτηριστικό ενός εμφανούς «πολιτικού παραλογισμού», μιας κατάστασης κατά την οποία οι μεν πολίτες-εκλογείς είναι μονίμως μη ικανοποιημένοι, οι δε πολιτικοί, μα και οι διαμεσολαβητές της κοινής γνώμης, δημοσιολογούν για κατ’ επίφαση προβλήματα, που δήθεν επιδιώκουν να λύσουν, κρύβοντας έτσι την ανεπάρκειά τους και εντέλει αφήνοντας τα πραγματικά προβλήματα να χρονίζουν. Στο πλαίσιο δε του εγχώριου αυτού «παραλογισμού», διαχρονικά ευρείες κοινωνικές συναινέσεις για διαρκή ποσοτική επέκταση του προσφερόμενου – από το δημόσιο – εκπαιδευτικού έργου, οδηγούν τις πολιτικές παρατάξεις, ανταγωνιζόμενες, να υπερθεματίζουν σε εύκολες επεκτατικές «λύσεις» πολιτικής, που κινούνται σε λανθασμένη κατεύθυνση, όπως μελέτες και συγκριτικές για τη χώρα αναλύσεις δείχνουν.
Αρκεί κανείς να σκεφθεί τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης – και της εκάστοτε αντιπολίτευσης –, όποτε καταβάλλεται προσπάθεια αναβάθμισης των απαιτήσεων στις διαδικασίες αξιολόγησης και επιλογής (εξετάσεις), σε διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα μάλιστα στη μοναδική, πλέον, αξιόπιστη διαδικασία της αξιολόγησης των μαθησιακών επιδόσεων των ελληνόπαιδων για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ενώ και αυτήν ακόμη, οι πολιτικοί, με τις «ευλογίες» της κοινωνικής πλειοψηφίας, προσπαθούν να απαξιώσουν, με «τεχνάσματα επιλογής» των υποψηφίων και άλλα παιδαριώδους σκοπιμότητας κανονιστικά πλαίσια – όπως τα πρόσφατα εισαχθέντα.
Από την άλλη, αν και σαφέστερα τοποθετημένες προς τη δοκιμασμένη κατά τη διεθνή εμπειρία κατεύθυνση, δυστυχώς, και οι πρόσφατες ανακοινώσεις της εκκολαπτόμενης νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας, σχετικά με τις απαραίτητες παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στις σωρρευμένες πια ανάγκες των καιρών. Με τη σχετικά αυξανόμενη ανεργία των νέων και τη διαπιστούμενη, σε συγκριτικές μελέτες με άλλες αναπτυγμένες οικονομίες, χαμηλότερη ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, οι προτάσεις αυτές προσπαθούν να φανούν πειστικές με υπερβάλλουσα αναφορά σε ποσοτικές λεπτομέρειες – κρίσιμο λάθος προγραμματισμού και εντέλει «εργαλείο» λαϊκισμού – και υπερθεματίζοντας σε ό,τι αφορά την «προσφορά» εκπαιδευτικού έργου. Χωρίς τις απαραίτητες «ανατροπές» της επικρατούσης αναξιοκρατικής πολιτικής πρακτικής.
Υπάρχουν άραγε ελπίδες φωτός για το μεσοπρόθεσμο μέλλον, αισιοδοξία με τον Νέο Χρόνο για δραστική βελτίωση της διακυβέρνησης της χώρας, με την αποτελεσματική άσκηση δημόσιας πολιτικής στην υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλεια, την απασχόληση και την ανάπτυξη; Υπάρχουν, εφόσον το πολιτικό προσωπικό συναισθανθεί την ανάγκη σημαντικών μεταβολών, «ανατροπών» στην τρέχουσα πρακτική, οι δε εκλογείς αρχίσουν επιτέλους να σκέφτονται για τα συμφέροντα και των επόμενων γενεών και όχι μόνον αυτής των αποφασιζόντων στην τρέχουσα συγκυρία. Ας ευχηθούμε αυτές οι αλλαγές να ξεκινήσουν με ένα δημιουργικό 2019.
{Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Ανθρώπινου Κεφαλαίου – Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης}