γράφει ο Δημήτρης Μαλλάς
Ένα σημείο πάνω στο οποίο στηρίζονται όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται πίσω όσον αφορά στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών είναι ο δείκτης DESI (Digital Economy & Society Index) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πραγματικότητα είναι όντως η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε πολλά ζητήματα όσον αφορά στις ψηφιακές τεχνολογίες, αλλά μερικές φορές οι ιθύνοντες της ΕΕ ίσως και να υπερβάλλουν.
Ένα τέτοιο θέμα έχει προκύψει με τις ευρυζωνικές υποδομές που έχουν αναπτυχθεί στη χώρα και αναφέρθηκε σε αυτό πρόσφατα ο Γενικός Γραμματέας Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων, Αντώνης Τζωρτζακάκης.
Το θέμα αφορά τον δείκτη συνδεσιμότητας που μετρά το ποσοστό της κάλυψης σε μία χώρα όσον αφορά συνδέσεις με ταχύτητες λήψης δεδομένων άνω των 100 Mbps.
Η ΕΕ θεωρεί ότι μόνο οι οπτικές ίνες μπορούν να δώσουν τέτοιες ταχύτητες, οπότε μετρά μόνο συνδέσεις οπτικών ινών μέχρι το κτίριο.
Όμως, στην Ελλάδα έχουμε ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο και οι οπτικές ίνες φθάνουν μέχρι την καμπίνα αλλά όχι απαραίτητα μέχρι το κτίριο. Και παρ’ όλα αυτά, η σύνδεση μπορεί να είναι σε επίπεδα άνω των 100 Mbps λόγω των εξελίξεων στις τεχνολογίες που σχετίζονται με τον χαλκό και πιο συγκεκριμένα με το αποκαλούμενο vectoring.
Η Ελλάδα έχει «διαμαρτυρηθεί», το αίτημα της υποστηρίζεται και από άλλες χώρες και πιθανότατα στην επόμενη μέτρηση θα έχουμε ξεφύγει από τον …πάτο της βαθμολογίας.
Και αυτό γιατί πολύ απλά όπως επεσήμανε ο κ. Τζωρτζακάκης, αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Ελλάδα 2,9 εκατ. γραμμές (επί συνόλου 4,7 εκατ. γραμμών) με δυνατότητα σύνδεσης πάνω από 100 Mbps! Το ποσοστό κάλυψης ξεπερνά το 60%, το οποίο δεν είναι καθόλου κακή επίδοση.
- Αν προσθέσει κανείς ότι ήδη υπάρχουν ότι υπάρχει διαθεσιμότητα για 200 – 230 χιλιάδες συνδέσεις οπτικής ίνας μέχρι το σπίτι, οι οποίες θα φθάσουν στις 500 χιλιάδες μέσα στους επόμενους 12 μήνες, είναι προφανές ότι η κατάσταση δεν είναι κακή.
Το πρόβλημα είναι αλλού: δεν υπάρχει η ζήτηση που θα περίμενε κανείς. Πολύς κόσμος υποστηρίζει ότι έχει αργή σύνδεση αλλά δεν αναβαθμίζει. Ο αριθμός των συνδέσεων στα 100 και στα 200 Mbps είναι σχετικά μικρός.
- (Σ.σ. Ο όμιλος ΟΤΕ ανακοίνωσε μεν ότι οι συνδέσεις μέσω του δικτύου οπτικών ινών, στο οποίο περιλαμβάνει και το vectoring, έφθασαν μεν τις 742 χιλιάδες στο τέλος του 2019, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία είναι συνδέσεις στα 50 Mbps. Και όχι στα 100 Mbps).
Ποιοι είναι οι λόγοι;
Ορισμένοι θα πουν ότι το κόστος είναι υψηλό. Η πραγματικότητα είναι πως στο εξωτερικό έχουμε δει πολύ χαμηλότερες τιμές για συνδέσεις 100 – 200 Mbps. Αλλά η διαφορά που έχει μία σύνδεση των 100 Mbps από μία των 50 Mbps, δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί ότι ο Έλληνας καταναλωτής δεν κάνει την αναβάθμιση, δεδομένου ότι θα έχει καλύτερη υπηρεσία. Υπάρχουν, βέβαια, και παράπονα για την ποιότητα που παρέχουν οι Έλληνες τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι, αλλά αυτό δεν είναι σπάνιο.
Η προσωπική άποψη μου είναι πως ο λόγος που προς το παρόν δεν υπάρχει ζήτηση είναι ότι οι Έλληνες καταναλωτές δεν έχουν λόγο να «ανέβουν».
Πόσοι είναι αυτοί που βλέπουν 4Κ περιεχόμενο στο Netflix για να πουν ότι χρειάζονται τα 100 Mbps. Με τα 50 Mbps, μία χαρά μπορείς να βλέπεις δύο video streams ποιότητας full HD και παράλληλα να «σερφάρει» ένα μέλος του σπιτιού στο Internet. Βιντεοκλήσεις δεν είναι το φόρτε μας, άρα προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιος πραγματικός λόγος.
Βέβαια, αυτό θα αλλάξει. Στο Διαδίκτυο έχει αποδειχθεί ότι όσο μεγάλη και αν είναι μία σύνδεση θα βρεθούν οι εφαρμογές εκείνες που θα τη «μπουκώσουν». Αυτό θα γίνει και σε αυτή την περίπτωση. Και ενδεχομένως η επόμενη τριετία να είναι αυτή που θα δούμε την «έκρηξη» των υπερυψηλών συνδέσεων και στην Ελλάδα.