γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης
Πολύ μελάνι (ψηφιακό και μη) έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις συνέπειες της πανδημίας σε πλήθος κλάδων της παγκόσμιας οικονομίας. Υπάρχουν όμως και οικονομικοί κλάδοι που ενισχύθηκαν (ή, τουλάχιστον, δεν είχαν τις απώλειες άλλων τομέων) από την πανδημία, όπως ο κλάδος λιανικού εμπορίου τροφίμων και ποτών, ή ο κλάδος ταχυμεταφορών.
Θα μπορούσε, ωστόσο, η ενίσχυση ενός κλάδου λόγω της πανδημίας, να συνοδευτεί και από προβλήματα (ενίοτε πολύ σοβαρά) στον ίδιο ακριβώς κλάδο; Ακούγεται λίγο οξύμωρο, αλλά μπορεί να συμβεί.
Για παράδειγμα, η πανδημία έκλεισε το λιανεμπόριο και έστρεψε τον κόσμο στο ηλεκτρονικό εμπόριο, γεγονός που αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση για υπηρεσίες ταχυμεταφορών, οι οποίες με τη σειρά τους «φράκαραν», καθώς ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης ήταν πολύ μεγαλύτερος από το ρυθμό με τον οποίο εκείνες μπορούσαν να αυξήσουν τις υποδομές και το προσωπικό τους.
Το αποτέλεσμα ήταν μεγάλη γκρίνια από τους πολίτες – χρήστες την οποία «εισέπρατταν» τα εμπορικά καταστήματα, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να «κατεβάσουν» ακόμα και τα «ψηφιακά ρολά», καθώς η ζήτηση ήταν τόσο τέτοια που οι καθυστερήσεις στις παραδόσεις θα ήταν τόσο μεγάλες που θα έβλαπταν την εταιρική τους φήμη περισσότερο και από το να βάλουν προσωρινό λουκέτο…
Όφελος για τον κλάδο τεχνολογίας
Ένας από τους κλάδους που ωφελήθηκε από την πανδημία είναι ο κλάδος ηλεκτρονικών προϊόντων, καθώς η αναγκαστική καταντίνα οδήγησε τους πολίτες στην προμήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού προκειμένου να μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι, αλλά και να περνούν όσο γίνεται πιο ευχάριστα την ώρα τους μέσα σε αυτό.
Από την άλλη πλευρά, οι εταιρείες οδηγήθηκαν στην αναβάθμιση των συστημάτων τους προκειμένου αφενός να μπορούν να υποστηρίξουν την εργασία από απόσταση, και αφετέρου να υποκαταστήσουν με ηλεκτρονικά μέσα όσες περισσότερες εργασίες απαιτούσαν φυσική μετακίνηση εργαζόμενων.
Όλα αυτά οδήγησαν σε μία κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρονικών προϊόντων, η οποία με τη σειρά της οδήγησε τις εταιρείες στην αύξηση της παραγωγής των προϊόντων αυτών.
Και κάπου εκεί ξεκίνησε το πρόβλημα…
Το οποίο πρόβλημα έχει να κάνει με αυτές τις ηλεκτρονικές συσκευές, Κάθε είδους συσκευές. Από υπολογιστές, μέχρι δικτυακά προϊόντα, τηλεοράσεις, κινητά, «λευκά» προϊόντα κ.α. Ή, καλύτερα, με το εσωτερικό τους.
Το πρόβλημα των chip
Ο «κοινός παρονομαστής» στο εσωτερικό όλων αυτών των συσκευών είναι οι ημιαγωγοί, ή αλλιώς, τα chip. Κάθε ηλεκτρινική συσκευή, ασχέτως μεγέθους και πολυπλοκότητας, έχει στο εσωτερικό από μερικά έως και πάρα πολλά chip, χωρίς τα οποία απλώς δε λειτουργεί.
Η αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρονικά προϊόντα έφερε και κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης για chip, η παραγωγή των οποίων όμως δεν ήταν ικανή να καλύψει την τεράστια ζήτηση από τους κατασκευαστές.
Εκτός όμως από την αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών ηλεκτρονικών προϊόντων, αύξηση στη ζήτηση των chip έφεραν και οι αναβαθμίσεις των «κινητών» δικτύων σε 5G, κάτι βέβαια που είχε προγραμματιστεί εδώ και αρκετό καιρό από τους παρόχους παγκοσμίως.
Αδύνατη η μεγάλη αύξηση παραγωγής chip
Ίσως να αναρωτηθεί κάποιος γιατί δεν αυξάνεται η παραγωγή στο επίπεδο της ζήτησης.
Ο λόγος είναι απλός, και έχει να κάνει με τις διαδικασίες παραγωγής των chip, οι οποίες απαιτούν ειδικά διαμορφωμένους χώρους με απόλυτα ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, επιπέδων σκόνης, στατικού ηλεκτρισμού και σειράς άλλων παραμέτρων που επηρεάζουν καίρια τις συνθήκες παραγωγής chip.
Για το λόγο αυτό τα σχετικά εργοστάσια βρίσκονται πολλά μέτρα κάτω από τη γη, σε συγκεκριμένα μέρη που παρέχουν τις απαιτούμενες κλιματολογικές συνθήκες, και οι υποδομές τους κοστίζουν πολλά δισεκατομμύρια. Και αυτός είναι και ο λόγος που η παραγωγή τους δεν αυξάνεται απλά με το πάτημα ενός κουμπιού, καθώς θα πρέπει να τηρηθούν οι πολύ αυστηρές προδιαγραφές παραγωγής, καθώς αυτό έχει άμεση σχέση με την ποιότητα των συσκευών στις οποίες θα ενσωματωθούν. Τα εργοστάσια αυτά δεν είναι «άπειρα», ούτε και ο χρόνος κατασκευής τους είναι σύντομος, και για τους παραπάνω λόγους οι εταιρείες κατασκευής chip είναι σχετικά λίγες.
Ο «παράγοντας Trump»
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο κλάδος των ηλεκτρονικών προϊόντων αντιμετωπίζει πρόβλημα έλλειψης chip είναι και η πολιτική που ακολούθησε ο τέως Αμερικανός πρόεδρος Trump για τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, στο πλαίσιο της οποίας επέβαλλε σειρά δασμών και περιορισμών για την κυκλοφορία στις ΗΠΑ πολλών προϊόντων που προέρχονταν από εργοστάσια εγκατεστημένα στην Κίνα. Μέσα σε αυτά τα προϊόντα ήταν και τα chip, με αποτέλεσμα πολλές αμερικανικές εταιρείες να αναγκαστούν να στραφούν για αυτά στην παραγωγή άλλων χωρών (η οποία ωστόσο είναι σαφώς μικρότερη από αυτή της Κίνας) που είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσουν οι παραδόσεις σε άλλες εταιρείες που εξυπηρετούσαν οι συγκεκριμένες παραγωγές.
Αυτός ήταν και ένας ακόμα λόγος που το πρόβλημα μεγάλωσε, και είχε ως αποτέλεσμα η μία εταιρεία μετά την άλλη να αναγγέλλουν καθυστερήσεις στη διάθεση των προϊόντων τους. Συσκευές όπως κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές κ.α. ανακοινώνονται μεν από τις εταιρείες, αλλά η ημερομηνία διάθεσής τους απέχει όλο και περισσότερο από την ημερομηνία ανακοίνωσής τους, ενώ όταν φτάνουν να διατίθενται τις περισσότερες φορές τα διαθέσιμα κομμάτια είναι πολύ λιγότερα από τη ζήτηση.
Ο κίνδυνος «τεχνολογικού χάσματος»
Η καθυστέρηση αυτή, σε πολλές περιπτώσεις, εκτός των άλλων προβλημάτων, δημιούργησε και πρόβλημα «τεχνολογικού χάσματος», καθώς οι καθυστερήσεις στις παραδόσεις ειδικά ηλεκτρονικών υπολογιστών «τελευταίας τεχνολογίας» δημιουργούσαν σε ένα βαθμό «τεχνολογική απαξίωση» καθώς σε αρκετές περιπτώσεις όταν τελικά οι αγοραστές τους παραλάμβαναν, οι κατασκευάστριες εταιρείες είχαν ανακοινώσει επεξεργαστές επόμενης γενιάς… Κάτι που δε… «χαροποιεί» ιδιαίτερα τους καταναλωτές, καθώς είναι λογικό κάποιος που παραγγέλνει ένα προϊόν και είναι κορυφαίο όταν το παραγγέλνει, θα θέλει να είναι το ίδιο κορυφαίο και όταν το παραλάβει…
Για παράδειγμα, ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές υπολογιστών στον κόσμο έχει ανακοινώσει από το Σεπτέμβρη του 2020 τη νέα γενιά δύο δημοφιλών σειρών υπολογιστών του, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν είναι διαθέσιμοι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ στην Ελλάδα θα αρχίσουν να διατίθενται από τον Ιούνιο, δηλαδή σχεδόν ένα χρόνο μετά την ανακοίνωσή τους.
Ο καταναλωτής πληρώνει τη…. νύφη
Το πρόβλημα όλων των παραπάνω δεν είναι μόνον οι καθυστερημένες παραδόσεις και η έλλειψη προϊόντων σε πολλές περιπτώσεις. Είναι και το αποτέλεσμα του συνδυασμού χαμηλής προσφοράς – υψηλής ζήτησης, που δεν είναι άλλο από τις αυξημένες τιμές, και δε φαίνεται να αλλάζει προς το καλύτερο στο άμεσο μέλλον…
Κάτι που σημαίνει πως οι όποιες αυξήσεις στις τιμές των ηλεκτρονικών προϊόντων θα παραμείνουν, ενώ δεν αποκλείεται να προστεθούν και νέες.