Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα για λογαριασμό της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, σχετικά με τα μεγέθη της ελληνικής ναυτιλίας διεξήγαγε και δημοσιεύει η McKinsey & Company.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η Ελλάδ η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 0,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, παρά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της, ελέγχει περίπου το 20% της παγκόσμιας ποντοπόρου ναυτιλίας, αποδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά. Αυτή η δυσανάλογη επιρροή τονίζει τη στρατηγική σημασία της ναυτιλίας για την Ελλάδα, με τον κλάδο να επηρεάζει μια στις 15 θέσεις εργασίας στον εγχώριο ιδιωτικό τομέα.
Η ελληνική ναυτιλία σε αριθμούς
–Στόλος: Με περισσότερα από 5.000 πλοία στο νερό, τα οποία είναι υπό τον έλεγχο Ελλήνων εφοπλιστών, η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά σε δεξαμενόπλοια μεταφοράς υγρών και υγροποιημένων αέριων φορτίων, ενώ βρίσκεται στη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε ξηρά χύδην φορτία.
–Κέντρο Ναυτιλιακής Διαχείρισης: Η Αθήνα έχει εδραιωθεί σε ένα παγκόσμιο κέντρο διαχείρισης πλοίων φιλοξενώντας πάνω από 750 διαχειρίστριες εταιρείες, εκ των οποίων άνω των 100 διαχειρίζονται περισσότερα από 10 πλοία. Αξίζει να σημειωθεί πως εκτός από τις εταιρίες διαχείρισης έχει δημιουργηθεί και ένα ευρύ cluster συναφών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.
–Θέσεις εργασίας: Η ελληνική ναυτιλία υποστηρίζοντας άμεσα 60.000 θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και απασχολώντας περισσότερους από 200.000 ναυτικούς που υπηρετούν σε παγκόσμια ύδατα, αποτελεί έναν πολύ-επίπεδο οικονομικό πυλώνα. Η επιρροή της όμως υπερβαίνει τα όρια του κλάδου, καθώς υποστηρίζει ένα ευρύ δίκτυο 90.000 επιπλέον θέσεων εργασίας σε διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας παράλληλα την επιχειρηματικότητα και τη φιλανθρωπία.
–Ενεργειακή Ασφάλεια: Η ελληνική ναυτιλία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, καθώς ελληνόκτητα πλοία μεταφέρουν μεγάλο μέρος των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου. Για παράδειγμα, το 30% του όγκου LNG που εισήχθη στην Ευρώπη δια μέσω θαλάσσιων οδών το 2023, έγινε από ελληνόκτητα πλοία, ενώ το 40% των εισαγωγών αργού πετρελαίου στην Ευρώπη μέσω θαλάσσης έγινε από ελληνικά δεξαμενόπλοια.
–Παγκόσμιο αποτύπωμα: Την τελευταία δεκαετία, οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν επενδύσει περισσότερα από $100 δισ. για νεότευκτα πλοία σε ναυπηγεία ανά τον κόσμο.
Παγκόσμια οικονομική δύναμη
Η επιτυχία της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, όπως η μακρά παράδοση, η τεχνική εξειδίκευση, η επιχειρηματική διορατικότητα των Ελλήνων εφοπλιστών, καθώς και η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Αυτά τα στοιχεία επέτρεψαν στους Έλληνες πλοιοκτήτες να λάβουν αποφάσεις που ανταποκρίνονται στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς και να διασφαλίζουν την αδιάκοπη θαλάσσια μεταφορά, ακόμη και σε απαιτητικές συνθήκες, όπως η περίοδος της οικονομικής κρίσης του 2008, η περίοδος του COVID-19 καθώς και η σημερινή περίοδος με τις έντονες γεωπολιτικές διαταραχές στην ευρύτερη περιοχή μας.
Τα έσοδα της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας προέρχονται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από τη διεθνή δραστηριότητά της, με έναν μέσο εκτιμώμενο κύκλο εργασιών που κυμαίνεται μεταξύ των $40-$50 δισ. ετησίως, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς. Αθροιστικά αποτελεί τον μεγαλύτερο και πιο εξωστρεφή οικονομικό κλάδο της Ελλάδας, αφήνοντας πίσω τομείς δραστηριότητας όπως οι μεταφορές, τα ακίνητα και το λιανεμπόριο, των οποίων τα έσοδα προέρχονται κυρίως από την εγχώρια αγορά.
Ταυτόχρονα, με έντονη παρουσία σε διεθνείς χρηματαγορές μετρώντας πάνω από 20 εισηγμένες εταιρείες σε ξένα χρηματιστήρια και συνολική κεφαλαιοποίηση που υπερβαίνει τα $9 δισ., η ελληνική ναυτιλία αποδεικνύει τη δυναμική της στο παγκόσμιο στερέωμα.
Εξίσου σημαντική είναι και η συνεισφορά της στην εγχώρια οικονομία, με το οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου να αποτιμάται σε $14 δισ., ενώ συμβάλλει με περίπου 150.000 υψηλής ειδίκευσης και υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στο ευρύτερο ναυτιλιακό οικοσύστημα αλλά και σε άλλους σημαντικούς τομείς της εγχώριας οικονομίας. Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι Έλληνες εφοπλιστές επανεπενδύουν ετησίως περίπου $1,4 δισ. σε άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτούς των ακινήτων, της ενέργειας, του τουρισμού ή του αθλητισμού, ενώ προσφέρουν και σημαντικά κεφάλαια που εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα $400 εκατ. ετησίως σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες εδώ