Μείζον θέμα για την Ελλάδα και όλη Ευρώπη αποτελεί η ενεργειακή μετάβαση, καθώς αλλάζει τη ζήτηση για συγκεκριμένες πρώτες ύλες.
Επιπλέον, η επιτακτική ανάγκη διευκόλυνσης της επενδυτικής δραστηριότητας από τη Δημόσια Διοίκηση και η επιτάχυνση των διαδικασιών και των επιχειρησιακών δράσεων με σκοπό την προώθηση συγκεκριμένων επενδυτικών έργων στον τομέα ήταν ορισμένα από τα κύρια θέματα που συζητήθηκαν εκτενώς στη στρογγυλή τράπεζα, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσια της Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των Μελών του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, στην Αθήνα.
Στη συζήτηση με θέμα «Προκλήσεις και ευκαιρίες για την εξορυκτική βιομηχανία σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα» συμμετείχαν ο κ. Πέτρος Τζεφέρης, Γενικός Διευθυντής Ορυκτών Πρώτων Υλών ΥΠΕΝ, ο κ. Αθανάσιος Κεφάλας, Πρόεδρος ΣΜΕ και Πρόεδρος της Imerys Greece, ο κ. Φώτης Στεφανής, Αντιπρόεδρος ΣΜΕ και Διευθύνων Σύμβουλος της Βιομηχανικά Ορυκτά Ελλάδος (IMG), ο κ. Δημήτρης Δημητριάδης μέλος του ΔΣ του ΣΜΕ και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ και ο κ. Πέτρος Μαραμπούτης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ecoefficiency. Τη συζήτηση συντόνισε ο κ. Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, Αντιπρόεδρος ΣΜΕ και Δ/νων Σύμβουλος της ΓΕΩΕΛΛΑΣ.
Οι ομιλητές ανέλυσαν ενδελεχώς τις καίριες προκλήσεις του κλάδου αλλά και τις ευκαιρίες που έχουν παρουσιαστεί. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Τζαφέρης, η εξόρυξη αποτελεί κλειδί για την ενεργειακή μετάβαση, πλην όμως δεν έχει τα απαιτούμενα εχέγγυα της δημοφιλίας. Σε αυτό βασικό ρόλο διαδραματίζει η ελλιπής παιδεία και η εσωστρεφής επικοινωνιακή πολιτική του κλάδου. «Η κοινωνική αποδοχή (Social license to operate) είναι κρίσιμο στοιχείο για την ανάπτυξη του εξορυκτικού κλάδου στην ΕΕ. Επειδή το θέμα δεν είναι μόνο δικό μας, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, η εμπλοκή μεγάλων εταιριών (πχ. αυτοκινητοβιομηχανιών, ηλεκτροκίνησης), αλλά και προσώπων της οικονομικής ελίτ και των media στον εξορυκτικό τομέα, πιστεύω ότι θα βοηθήσουν στην άμβλυνση της παγιωμένης αρνητικής εικόνας», δήλωσε ο κ. Τζεφέρης.
Αναλυτικά για τα μεγέθη της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας μίλησε ο κ. Α. Κεφάλας, Όπως περιέγραψε χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ, ο εξορυκτικός κλάδος είναι λίγο πάνω από το 3% του ΑΕΠ, έχει έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό με ευρεία βάση χωρών εξαγωγής και μερίδιο 5-10% στις εξαγωγές της χώρας. Παράλληλα, υποστηρίζει περί τις 100.000 ποιοτικές θέσεις εργασίας, κυρίως στην Ελληνική Περιφέρεια. Θετικό πρόσημο αποτελεί η καταγραφή σημαντικών επενδύσεων της τάξης των 350 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο, ακόμα και στη δύσκολη δεκαετία της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας. Επιπροσθέτως τόνισε ότι, «είναι απόλυτα βάσιμο το επιχείρημα ότι ο εξορυκτικός κλάδος θέλει και μπορεί να επωφεληθεί της ανόδου της ζήτησης των ορυκτών πρώτων υλών, καθώς και να αποτελέσει θετικό παράδειγμα για το νέο παραγωγικό υπόδειγμα που αναζητά τα τελευταία χρόνια η εθνική οικονομία».
Ο κ. Φ. Στεφανής, αναφέρθηκε στην ανάγκη που θα προκύψει για την κατασκευή σημαντικών έργων υποδομών, όπως σιδηροδρόμων, γεφυρών, λιμένων και πολλών έργων ΑΠΕ., στην Ευρώπη στο πλαίσιο της οικονομικής και ενεργειακής ανεξαρτητοποίησης της από άλλες μεγάλες δυνάμεις. Επιπλέον, όπως υπογράμμισε, «μπορούμε να υλοποιήσουμε κατασκευές με net zero emissions, αλλά κυρίως με συμβατικά αδρανή υλικά κι όχι net zero emissions χωρίς αδρανή υλικά. Επίσης, δεν υφίσταται λόγος εισαγωγής αδρανών υλικών, για παράδειγμα από την Κίνα, διότι σε κάθε περίπτωση δεν είναι φιλικότερο προς το περιβάλλον να εισαγάγουμε ένα μεγάλο καράβι με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το να παράγουμε 3 κιλά διοξειδίου που σήμερα απαιτούνται για ένα τόνο αδρανούς υλικού. Εντούτοις, θα πρέπει κάποια στιγμή να μας απασχολήσει και το carbon leakage τόσο στα ορυκτά όσο και στο τσιμέντο».
Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και ο κ. Π. Μαραμπούτης, επισημαίνοντας ότι σήμερα στην Ευρώπη υπάρχουν κράτη που βρίσκονται πολύ πιο μπροστά περιβαλλοντικά από άλλα και αυτά πιέζουν προς μια πιο «πράσινη» Ευρώπη. Αυτό συμβαίνει και γιατί πιστεύουν ότι τα «πράσινα προϊόντα» τους έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και γιατί προσπαθούν να επιβάλουν και στους υπόλοιπους «υψηλότερο περιβαλλοντικό κόστος» για λόγους ανταγωνισμού. Σχετικά με την λεγόμενη διαρροή άνθρακα (carbon leakage), η λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να κάνει η Ευρώπη το μέγιστο δυνατό για το περιβάλλον με οποιοδήποτε κόστος και οι άλλοι θα ακολουθήσουν. Για το αν θα έπρεπε να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα για το carbon leakage, μια πολύ απλή σκέψη είναι ότι υπάρχουν πολλές και μεγάλες επιχειρήσεις Ευρωπαϊκών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται και εκτός Ευρώπης, ενώ και η εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν είναι καθόλου εύκολη. Με το πέρασμα του χρόνου και αυτοί θα αναγκασθούν να ακολουθήσουν. Ο κ. Μαραμπούτης προσέθεσε ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε το “Taxonomy” και ότι στόχος του είναι να οδηγήσει την Ευρώπη σε “net zero” το 2050 με βάση κάποια συγκεκριμένα κριτήρια. Από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπάρχουν χρονοδιαγράμματα για την ανάπτυξη και εφαρμογή του “Taxonomy”, οι σημερινές όμως συνθήκες δείχνουν ότι θα υπάρξουν αλλαγές στα χρονοδιαγράμματα, στους δείκτες αλλά και στους στόχους».
Για την ανάγκη εκσυγχρονισμού του κανονιστικού πλαισίου, τη βελτίωση των χρόνων αδειοδότησης, την ασφάλεια δικαίου, τα χωροταξικά ζητήματα, τις επενδύσεις/διαγωνισμούς για δημόσιους μεταλλευτικούς χώρους, καθώς και την ψηφιακή διακυβέρνηση μίλησαν διεξοδικά όλοι οι συμμετέχοντες. Όπως υπογράμμισε ο κ. Δ. Δημητριάδης, για τα βιομηχανικά έργα η χώρα χρειάζεται σαφή ωρίμανση, ενώ παράλληλα πρέπει να αντιμετωπιστεί το θέμα της αντίληψης των εργαζομένων που επιμένουν στις παραδοσιακές τεχνικές και δε δέχονται εύκολα τη νέα τεχνολογία που θα καλυτερεύσει τις συνθήκες εργασίας και θα αυτοματοποιήσει την εφοδιαστική αλυσίδα.
«Το πρόβλημα είναι διττό», εξήγησε ο κ. Δημητριάδης, «δεν έχουν γαλουχηθεί οι κοινωνίες, ώστε να κατανοούν ότι η μεταποίηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη. Επιπλέον, εάν θέλουμε να γίνουμε πόλος ξένων επενδύσεων πρέπει να λύσουμε όλα τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν σχετικά με τις καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις, τα χρονοδιαγράμματα που δεν τηρούνται και όλα τα υπόλοιπα. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο θεμέλιος λίθος είναι η επενδυτική συμφωνία να καλύπτει και τα δύο μέρη. Πρέπει να ξεκινάμε επενδύσεις αφού έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο θεσμικά, ώστε να ενδυναμώσουμε την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό».
Ο κ. Κεφάλας πρόσθεσε ότι «το σημαντικότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη του ελληνικού εξορυκτικού κλάδου, σε μία περίοδο ανοδικού κύκλου για τις ορυκτές πρώτες ύλες, είναι το έλλειμα αναγνώρισης της σπουδαιότητάς του για το σήμερα αλλά κυρίως για το αύριο της ελληνικής οικονομίας και της συναφούς υποστήριξής του στη πορεία για τη βιώσιμη ανάπτυξή του». Επίσης, ο κος Κεφάλας τόνισε ότι «η ποιοτική νομοθέτηση επηρεάζει σημαντικά το επενδυτικό κλίμα, δρα καταλυτικά στην αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων και αποδεσμεύει δυναμικό της Δημόσιας Διοίκησης για να ασχοληθεί με τις στρατηγικές κατευθύνσεις και τον έλεγχο τήρησης της νομοθεσίας. Η υποστελέχωση υπηρεσιών είναι σημαντικό θέμα και ο Σύνδεσμός το επισημαίνει όπου και όταν χρειάζεται, όμως η βελτίωση της ποιότητας της νομοθέτησης θα βοηθήσει και σ΄ αυτή την κατεύθυνση».
Στα θετικά νέα της συζήτησης περιλαμβάνεται η ενημέρωση από τον κ. Τζεφέρη ότι σύντομα τα ετήσια δελτία δραστηριότητας των εταιρειών του εξορυκτικού κλάδου θα υποβάλλονται και θα επεξεργάζονται ηλεκτρονικά, μέσω της νέας εφαρμογής που έχει ήδη αναπτυχθεί και θα λειτουργήσει σε ένα χρόνο.