Σε περισσότερα από 65 δισ. ευρώ υπολογίζεται πως θα φτάσει συνολικά το «μάρμαρο» για την «αναστήλωση» του εγχώριου banking. Δηλαδή δύο φορές τα κονδύλια που μέσω δανείων και επιδοτήσεων προορίζεται να λάβει η χώρα μας από το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι τον Μάρτιο του 2027.

Έχοντας φτάσει στο σημείο στο οποίο το συστημικό τραπεζικό σύστημα πρέπει να ενισχυθεί κεφαλαιακά για τέταρτη φορά (από το 2013), ενεργοποιούνται διαδικασίες που ως πρώτο στόχο έχουν την ενδυνάμωση της Πειραιώς. Θα ακολουθήσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Εθνική, η Alpha Bank, η Eurobank (με βάση το ποσοστό συμμετοχής του ΤΧΣ, η σχετική κατάταξη), σε βάθος χρόνου, που, εκτός δραματικού απροόπτου, θα καλύπτει την περίοδο των stress tests (δηλαδή στο δεύτερο εξάμηνο του 2021).

Παράλληλα, θα «τρέχουν» συμπληρωματικά προγράμματα περαιτέρω μείωσης του λειτουργικού κόστους, με στοχευμένες εθελούσιες εξόδους, δραστικό περιορισμό αριθμού καταστημάτων/συγκέντρωσης δικτύου. Παράπλευρο κόστος που θα έρθει να προστεθεί σε αυτό της εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων δανείων/χορηγήσεων και κεφαλαιακής εξυγίανσης.

«Άγνωστος Χ» είναι το επιπλέον βάρος που προκύπτει, ήδη, και θα προκύπτει (για πόσο ακόμη;) από τη νέα «φουρνιά» μη εξυπηρετούμενων δανείων/ανοιγμάτων που δημιουργούνται λόγω πανδημίας. Και όσων θα αφήνει η τελευταία πίσω της, οποτεδήποτε αρχίσει η διαδικασία σταδιακής επαναφοράς προς στοιχειώδη κανονικότητα της επιχειρηματικότητας, της πραγματικής οικονομίας.

 Ήδη, σε τρεις φάσεις ενίσχυσης των τραπεζών εισφέρθηκαν από «δημόσιο» και «ιδιωτικό/επενδυτικό» χρήμα περί τα 47,5 δισ. Ειδικότερα, τον Μάρτιο του 2013, με την ανακεφαλαιοποίηση ύψους 28,5 δισ., με τα 25,5 δισ. να χορηγούνται από το ΤΧΣ και τα 3 δισ. από ιδιώτες.

Τον Απρίλιο του 2014, με άλλα 8,3 δισ., όλα από ιδιώτες, σε μια σημαντική άμεσης ρευστότητας ενίσχυση των τραπεζικών ισολογισμών, στην οποία συμμετείχαν ισχυρά ονόματα του διεθνούς επενδυτικού χώρου και πλειάδα funds, προσβλέποντας πως μέσω της εξυγίανσης του συστήματος θα εγγράψουν σημαντικά κέρδη (από έσοδα/μερίσματα) και χρηματιστηριακές υπεραξίες.

Προσδοκίες που κατέρρευσαν με όσα διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του 2015 (κλείσιμο τραπεζών, χρηματιστηρίου, επιβολή ελέγχου στην κυκλοφορία χρήματος), για να φτάσει η υποχρεωτική ανακεφαλαιοποίηση, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, με 10,7 δισ. ευρώ. Τα 5,4 δισ. μέσω του Ταμείου και τα 5,3 δισ. από ιδιώτες επενδυτές, σε μια προσπάθεια αρκετών εγκλωβισμένων από το 2014 να ρεφάρουν μέρος των υποαξιών τους. Διαδικασία που εξελίχθηκε μέσω του καθορισμού της τιμής συμμετοχής από τους ίδιους τους συμμετέχοντες.

Το λεγόμενο “accelerated book building (επιταχυνόμενο βιβλίο προσφορών) εφαρμόστηκε μετά από τροποποίηση στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του ΤΧΣ, επιτρέποντας στους ιδιώτες να καθορίσουν την τιμή. Έτσι, η ανακεφαλαιοποίηση έγινε σε τιμές που αντιστοιχούσαν σε συνολικά 750 εκατ. ευρώ (σε όρους αποτίμησης) των 4 συστημικών ομίλων όταν η αποτίμησή τους έναν χρόνο πριν ξεπερνούσε τα 30 δισεκατομμύρια.

Κι αν οι συγκεκριμένες τρεις περίοδοι/διαδικασίες αφορούν στο παρελθόν, για να φτάσει το εγχώριο banking, εκ νέου, στη δυσχερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν προ Covid-19 και lockdown, με ένα βάρος 70 plus μη εξυπηρετούμενων δανείων, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από δράσεις προκειμένου να βελτιωθεί, κατά το δυνατόν, η κατάσταση.

Όντως, τη διετία 2018-2019 έγιναν αρκετά προς την κατεύθυνση της μείωσης των NPLs, πλην όμως αυτήν την περίοδο οι τράπεζες δεν κατάφεραν να παράξουν επαναλαμβανόμενη λειτουργική κερδοφορία. Αντιθέτως, οι ισολογισμοί τους κρατήθηκαν πάνω από το όριο που έθετε η Φραγκφούρτη, κυρίως μέσω του υπολογισμού του αναβαλλόμενου φόρου. Και με το που επιχειρούσε να (ξανά) «σταθεί στα πόδια του» το σύστημα, ήρθε η πανδημία, με τις συνακόλουθες δραματικές επιπτώσεις και σε οικονομικό επίπεδο.

Ο νέος «πονοκέφαλο» για το οικονομικό επιτελείο και το τραπεζικό σύστημα είναι ήδη εδώ: αφορά στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που δημιουργούνται λόγω Covid-19 μέσω των αναστολών για πληρωμή, που θεσπίζονται προκειμένου να γίνει πιο διαχειρίσιμη η κατάσταση. Παράμετρος με άγνωστη, ακόμη, την έκτασή της, με τις εκτιμήσεις να διίστανται, φτάνοντας τα δισ. σε επιπλέον επιβάρυνση.

Οι μεν διοικήσεις των 4 συστημικών ομίλων υπολόγιζαν (στο 3rd Athens Investment Forum, στις αρχές Οκτωβρίου) πως η πανδημία του κορωνοϊού δεν θα επιβαρύνει το σύστημα με περισσότερα από 5 δισ., όταν έναν μήνα πριν (στις αρχές Σεπτεμβρίου) η Τράπεζα της Ελλάδος τα ανέβαζε στα 10 δισ., με τον διοικητή, Γιάννη Στουρνάρα, να προειδοποιεί από τα μέσα Ιουλίου.

Και έκτοτε, με κάθε αφορμή που δινόταν, για να ξαναπροειδοποιήσει το σύστημα για το ενδεχόμενο παρόξυνσης στη δημιουργία νέων NPLs. Τις ανησυχίες του διοικητή της ΤτΕ φαίνεται να συμμερίζεται η Φραγκφούρτη, καθώς από τον Σεπτέμβριο ζητά (και έχει) τακτική ενημέρωση τόσο για το ύψος των τρεχόντων μη εξυπηρετούμενων όσο και για την προβολή «σκασίματος» νέων, πέραν και του πρώτου τριμήνου του 2021.

……………………..

Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 24/11/2020