Μια αγορά με δυναμική και βάθος αποτελεί για την Τράπεζα Κύπρου η Ελλάδα.
Η στρατηγική είναι σαφής, αλλά εξελίσσεται συνεχώς: σε αυτή τη φάση είναι επιλεκτική και συνετή, κυρίως στον τομέα του corporate lending και ειδικά στη ναυτιλία και σε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Το 2024 η Τράπεζα Κύπρου χορήγησε περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια εκτός Κύπρου – μεγάλο μέρος των οποίων στην Ελλάδα. Υπάρχει στόχος το ποσό αυτό να διπλασιαστεί εφέτος, επισήμανε ο ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου Πανίκος Νικολάου στην διάρκεια πρόσφατης ενημερωτικής συνάντησης με εκπροσώπους του Τύπου, στην Κύπρο.
Η Τράπεζα δεν επιδιώκει να «γεμίσει ισολογισμούς», αλλά να οικοδομήσει ποιοτικές, μακροχρόνιες σχέσεις. Η ελληνική αγορά έχει την προσοχή και τον σεβασμό της, σημείωσε.
Χρονιά-ορόσημο το 2024
Το 2024 ήταν μια χρονιά-σταθμός για την Τράπεζα Κύπρου. Γιορτάζοντας τα 125 της χρόνια, πέτυχε ιστορικά υψηλά κερδών – 508 εκατομμύρια ευρώ – και για δεύτερη συνεχή χρονιά, απόδοση ιδίων κεφαλαίων άνω του 20%. Το μοντέλο που εφαρμόζει είναι διαφοροποιημένο, υγιές και ανθεκτικό. Το τραπεζικό σχήμα πατά γερά στα πόδια του, διαθέτοντας:
– Υψηλό δείκτη κεφαλαίων
– ‘Απλετη ρευστότητα
– Χαμηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στο 1,8%, με πολύ υψηλή κάλυψη
– Συνετή ανάπτυξη του δανειακού χαρτοφυλακίου
– Σημαντική συνεισφορά μη επιτοκιακών εσόδων (ως ποσοστό των εξόδων)
– Υψηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) και καλές αποδόσεις για τους μετόχους
Το 2024, τόνισε ο κ. Νικολάου, ήταν χρονιά-σταθμός και για έναν ακόμα λόγο: ήταν η χρονιά που η Τράπεζα Κύπρου μετέφερε τη διαπραγμάτευση των μετοχών της από το Χρηματιστήριο του Λονδίνου στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Η απόφαση αυτή δεν ήταν απλώς συμβολική. Στόχος ήταν να ενισχυθεί η ρευστότητα της μετοχής και να ενδυναμωθεί η σύνδεση με την ελληνική επενδυτική κοινότητα.
Όπως επισημάνθηκε, η Τράπεζα Κύπρου είναι σήμερα κάτι πολύ περισσότερο από “η μεγαλύτερη τράπεζα του νησιού”. Είναι πράσινος και ψηφιακός ηγέτης, που επενδύει στην τεχνολογία και στη βιωσιμότητα. Με εργαλεία όπως η πλατφόρμα Jinius, το πρώτο πράσινο ομόλογο, λύσεις για όλες τις ηλικίες – από την εφαρμογή Joey για παιδιά, μέχρι τον GOAT λογαριασμό για τους νέους ενήλικες δημιουργείται ένα σύγχρονο οικοσύστημα τραπεζικών και μη τραπεζικών υπηρεσιών.
Από την Κύπρο χτίζεται ένα τραπεζικό μοντέλο εξωστρεφές, στιβαρό και προσανατολισμένο στη δημιουργία διαχρονικής αξίας για τους μετόχους, τους πελάτες και την κοινωνία.
Η Τράπεζα Κύπρου σύμφωνα με στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί και παρουσιάστηκαν παραμένει ο μεγαλύτερος τραπεζικός οργανισμός στην Κύπρο, εξυπηρετώντας περίπου τα 3/4 του πληθυσμού και κατέχοντας μερίδιο αγοράς 43% στα δάνεια και 38% στις καταθέσεις.
Παράλληλα, το Συγκρότημα συνέχισε να στηρίζει την κυπριακή οικονομία το 2024 με νέο δανεισμό ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, αυξημένο κατά 20% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε κατά 4% και έφτασε τα 10,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η καταθετική βάση ενισχύθηκε κατά 6%, φτάνοντας τα 20,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων της Τράπεζας παραμένει υψηλή, με το ποσοστό ΜΕΔ να περιορίζεται σε 1,9%, ποσοστό συγκρίσιμο με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, η Τράπεζα παρουσίασε δείκτη κόστους προς έσοδα 34% και καθαρά έσοδα από τόκους ύψους 822 εκατομμυρίων ευρώ.
Στην ενημερωτική συνάντηση συμμετείχαν επίσης η Ελίζα Λειβαδιώτου Εκτελεστική Διευθύντρια Οικονομικής Διεύθυνσης της Τράπεζα Κύπρου, και τα στελέχη της τράπεζα Αννίτα Παύλου Διευθύντρια της Υπηρεσίας Σχέσεις Επενδυτών & ESG, Ειρήνη Γρηγορίου Παυλίδη Εκτελεστική Διευθύντρια Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού & Μετασχηματισμού, Δημήτρης Χουχούλης Διευθυντής Μετασχηματισμού, Δημήτρης Νικολάου Διευθυντής της Διεύθυνσης Ψηφιακής Μεταμόρφωσης και η Έλενα Μέλη Γενική Διευθύντρια της πλατφόρμας Jinius.
Ιδιαίτερη μνεία έγινε στην τεχνολογική μετάβαση, χαρακτηρίζοντας την ψηφιακή στρατηγική της Τράπεζας Κύπρου ως “πυλώνα βιώσιμης ανάπτυξης”. Το Jinius εξελίσσεται σε υπερεφαρμογή μέσω της οποίας οι πελάτες μπορούν να πραγματοποιούν πληρωμές, να αιτούνται δάνεια, να αγοράζουν ασφαλιστικά και τραπεζικά προϊόντα, αλλά και να ενεργοποιούν συναλλαγές B2B και B2C. Το 2024, μέσω της πλατφόρμας πραγματοποιήθηκαν πληρωμές ύψους 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ.