Του ΧΡΗΣΤΟΥ Ν. ΚΩΝΣΤΑ

Δύο αντίθετες φιλοσοφίες, δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές  προσεγγίσεις, συγκρούονται αυτή την εποχή, στην ελληνική κοινωνία αλλά και στη Βουλή.

Την μία την ζήσαμε. Την άλλη την παρακολουθούμε να εξελίσσεται χωρίς να έχουμε ακόμη βιώσει τα συγκεκριμένα αποτελέσματα στην τσέπη μας.

Μέχρι σήμερα το πλαδαρό, αντιπαραγωγικό, γραφειοκρατικό Ελληνικό Κράτος φορολογούσε ότι έβλεπε και ότι μπορούσε να εντοπίσει με τις κεραίες του. Ακίνητη περιουσία, κινητές αξίες, μετοχές, ομόλογα και εργασία φορολογούνταν βάναυσα, βίαια και παράλογα ώστε το Κράτος να αποκτήσει έσοδα. Το προϊόν της βαριάς φορολογικής αφαίμαξης, το Κράτος το  χρησιμοποιούσε για να χρηματοδοτήσει τις άμεσες λειτουργικές και δανειακές του ανάγκες. Ότι περίσσευε, η κυβέρνηση το μοίραζε σαν ένας σύγχρονος Ρομπέν των Δασών, στις κοινωνικές εκείνες ομάδες που –η κυβέρνηση θεωρούσε ότι- είχαν μεγαλύτερη ανάγκη ή απλώς εξυπηρετούσαν τους πολιτικούς της στόχους.

Από τον Ιούλιο 2019, επιχειρείται μια νέα προσέγγιση, εφαρμόζεται μια νέα οικονομική φιλοσοφία.

  • Το Κράτος δεν φορολογεί τόσο τον πλούτο που υπάρχει, αλλά τον πλούτο που δημιουργείται.

Από το πρώτο νομοσχέδιο μέχρι το ..32ο που ψηφίστηκαν, μέσα στους πρώτους 5 μήνες της νέας διακυβέρνησης, η φιλοσοφία που αποπνέεται είναι ίδια και σταθερή:

  • Κινητροδότηση της ιδιωτικής οικονομίας, μείωση των φορολογικών και γραφειοκρατικών εμποδίων ώστε να το χρήμα να κινείται, οι συναλλαγές να αυξάνονται και το Κράτος να φορολογεί το προϊόν αυτής της κινητικότητας.

Το Κράτος φορολογεί πλέον τον πλούτο που δημιουργείται και όχι μόνον τον πλούτο που υφίσταται.

Στην αγορά των ακινήτων αυτή η νέα πολιτική έγινε αμέσως φανερή. Το Κράτος μείωσε τον ΕΝΦΙΑ και τους φόρους μεταβίβασης. Δίνει κίνητρα όχι για να αυξηθούν μόνο οι αξίες των ακινήτων αλλά –κυρίως- για να αυξηθούν οι αγοραπωλησίες των ακινήτων και οι επενδύσεις αξιοποίησης τους. Έτσι διογκώνεται η φορολογική βάση προς όφελος των εσόδων του Κράτους.

Η κοινωνική πολιτική του Κράτους, δεν θα γίνεται στο εξής με επιδόματα που προκύπτουν από τα «ματωμένα υπερ-πλεονάσματα» που δημιουργεί η ακραία, ασυναίσθητη, ανεδαφική και αναποτελεσματική φορομπηχτική πολιτική.

Η κοινωνική πολιτική εντάσσεται στο κρατικό Προϋπολογισμό, μετριέται και δοκιμάζεται ως προς την αποτελεσματικότητα της, για να μπορεί να αλλάξει και να βελτιωθεί.

Μια πραγματική πολιτική κοινωνικής αλληλεγγύης ξεκινά, πάνω από όλα, από τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Κανένα επίδομα δεν είναι αποτελεσματικό όσο μία καλή θέση εργασίας.

Οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται από τις επενδύσεις. Οι επενδύσεις προέρχονται από το απόθεμα που δημιουργούν οι λιγότεροι φόροι. Το χρήμα κινείται, οι περιουσίες αξιοποιούνται δημιουργούν κέρδος και το κέρδος φέρνει φορολογικά έσοδα.

Τα επιμέρους κοινωνικά επιδόματα ενοποιούνται. Διαμορφώνεται ένας δίκαιος μηχανισμός χρηματοδότησης των αδυνάμων, με εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια, όχι για να εξοικονομηθούν πόροι, αλλά για να φτάσουν ακόμη περισσότερα σε αυτούς που πραγματικά τα χρειάζονται, έτσι ώστε να τους βοηθήσουμε να βγουν από τη φτώχεια και να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους με αξιοπρέπεια.

Το πραγματικό αποτέλεσμα αυτής της νέας οικονομικής προσέγγισης θα φανεί σε λίγα χρόνια. Προς το παρόν αυτή η νέα πολιτική έχει αλλάξει το κλίμα στην αγορά και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι ξένοι επενδυτές την ελληνική οικονομία… Γι’ αυτό κατέρρευσαν τα επιτόκια δανεισμού και -κυρίως- τα spreads.

Το πρώτο βήμα έγινε. Είναι χρήσιμο και κρίσιμο. Πρέπει όμως να ολοκληρωθεί…