Δημήτρης Μαλλάς
Η ενίσχυση του ηλεκτρονικού εμπορίου αλλά και των ψηφιακών συναλλαγών στη χώρα μας δείχνει να είναι μεταξύ των λόγων που οδήγησαν την αμερικανική Stripe, μία εκ των κορυφαίων εταιρειών παγκοσμίως στο χώρο των λύσεων για την πραγματοποίηση online πληρωμών, να τοποθετήσει την Ελλάδα στις λίστα με τις χώρες που πρόκειται άμεσα να επεκταθεί.
Η Stripe ιδρύθηκε το 2010 και έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως όσον αφορά τη λειτουργία συστημάτων και την παροχή υπηρεσιών που δίνουν τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις αλλά και μεμονωμένους επαγγελματίες να δέχονται online πληρωμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Stripe έχει χρηματοδοτηθεί με ένα συνολικό ποσό που αγγίζει τα 800 εκατ. δολάρια και η αποτίμηση της -αυτή τη στιγμή- εκτιμάται στα 22,5 δισ. δολάρια!
Μέχρι τώρα, η Stripe παρείχε τις υπηρεσίες της σε 32 χώρες, αριθμός ο οποίος πρόκειται να αυξηθεί άμεσα στις 41. Μία από τις νέες αγορές είναι και αυτή της Ελλάδας. Σημειωτέον πως οι ενδιαφερόμενοι πελάτες μπορούν να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους για τις υπηρεσίες της Stripe, κάνοντας εγγραφή στη σχετική λίστα που υπάρχει στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Πάντως, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο χρόνος αναμονής που θα υπάρξει προκειμένου μία επιχείρηση να πάρει την σχετική πρόσκληση μπορεί να είναι αρκετά μεγάλος.
Σε πρόσφατη συνέντευξη του στο Bloomberg, ο διευθύνων σύμβουλος της Stripe, Patrick Collison αναφέρθηκε στα πλάνα επέκτασης της εταιρείας, σημειώνοντας πως εκτιμά πως υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες σε χώρες όπως είναι η Εσθονία, η Ελλάδα, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία λόγω της μεγάλης γραφειοκρατίας που υπάρχει όσον αφορά την εγκατάσταση συστημάτων online πληρωμών. Πρόβλημα που μπορεί να λύσει η Stripe, σύμφωνα με τον κ. Collison, ο οποίος επεσήμανε ότι οι συγκεκριμένες χώρες έχουν ταλαντούχους προγραμματιστές, όπως και αρκετά «ζωντανές» αγορές τεχνολογίας. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως η Stripe, όπως επεσήμανε ο κ. Collison στη συγκεκριμένη συνέντευξη, θα προσεγγίσει τις συγκεκριμένες χώρες με βάση τις προοπτικές ανάπτυξης τους και όχι με βάση το υπάρχον μέγεθος της αγοράς.