Σήμερα το μεσημέρι στη μία, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει συγκαλέσει σε κρίσιμη τηλεδιάσκεψη, τις διοικήσεις των τραπεζών, με τη συμμετοχή της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας καθώς και εκπροσώπων από φορείς της αγοράς και Επιμελητήρια της χώρας.
Ο Χρήστος Σταϊκούρας έχει ήδη προειδοποιήσει τις διοικήσεις των τραπεζών ότι η συνάντηση δεν θα είναι εύκολη. Ήρθε η ώρα για τις τράπεζες να επιτελέσουν τον σκοπό της ύπαρξης τους, να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Ήρθε η ώρα για σημαντική χρηματοδότηση προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Για να μην υπάρχει αμφιβολία, ο Υπουργός ανακοίνωσε ότι αντικείμενο της τηλεδιάσκεψης θα είναι
- “η συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, με έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ).”
Με απλά λόγια, το Υπουργείο Οικονομικών θα καλέσει τις τράπεζες να διευρύνουν το πελατολόγιο τους, πέρα από τα 25.000 συγκεκριμένα ΑΦΜ που επιμένουν να χρηματοδοτούν, αφήνοντας στο περιθώριο τις υπόλοιπες 700.000 επιχειρήσεις…
Η θέση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ξεκάθαρη, καταγράφεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής:
- «Παράλληλα, τα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις της Πολιτείας για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ιδιαιτέρως με την παροχή κρατικών εγγυήσεων, συνέβαλαν στην επέκταση της τραπεζικής πίστης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη δεδομένων των συνθηκών ρευστότητας των τραπεζών».
Από την δική του σκοπιά, ο υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα Γιώργος Ζαββός θεωρεί απίθανο να είναι τόσο μικρός ο αριθμός επαγγελματιών και νομικών προσώπων, που πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια.
Στο πλαίσιο αυτό κρίνει σκόπιμο οι τράπεζες να εντοπίσουν το ταχύτερο δυνατόν τα βιώσιμα σχήματα που έως τώρα δεν έχουν ενισχυθεί, ώστε να υποστηριχθεί η εν εξελίξει επιστροφή στην ανάπτυξη.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν στην Ελλάδα οι ΜμΕ απορρίπτεται, ενώ το ποσοστό αυτό στην Ε.Ε είναι μόλις 8%.
Όπως προκύπτει από την έρευνα της ΕΚΤ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, στην Ε.Ε κατά μέσο όρο το 12% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι χρειαζόταν περισσότερα δάνεια.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των επιχειρήσεων που θα ήθελε περισσότερα δάνεια φθάνει το 33% (από 38% που ήταν στο πρώτο εξάμηνο του 2021) και είναι μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ.
Ακολουθούν οι πορτογαλικές επιχειρήσεις με ποσοστό 27%. Τα ιδια ποσοστά περίπου ισχύουν για τις γραμμές δανεισμού όπου το 21% των ελληνικών ΜμΕ θα ήθελε πιο διευρυμένες γραμμές, έναντι 10% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε .
- Στην Ε.Ε. αλλά και στην Ελλάδα, μόνον το 3% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι βελτιώθηκε η διαθεσιμότητα των τραπεζικών δανείων. Σε ό,τι αφορά μάλιστα στις γραμμές χρηματοδότησης το 5% στην Ελλάδα απαντησε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε.
Αποτέλεσμα αυτών είναι στην Ελλάδα να καταγράφεται το υψηλότερο financing gap (δηλαδή, η διαφορά μεταξύ της ζήτησης για νέα δάνεια και της προσφοράς τους από τις τράπεζες) το οποίο φθάνει το 14% όταν στην Ε.Ε ο μέσος όρος είναι μόνον 4%.
Ως επιστέγασμα έρχονται οι απορρίψεις από τις τράπεζες στα αιτήματα των ΜμΕ για δανεισμό.
- Στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό απόρριψης των αιτημάτων που φθάνει το 22% όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε είναι μόλις 8%.
Σύμφωνα με την ίδια την έρευνα το 50% των ΜμΕ ανέφεραν ότι έλαβαν κρατική στήριξη με στόχο την ανακούφιση της μισθολογικής τους δαπάνης, το 25% επωφελήθηκε από φορολογικές ελαφρύνσεις και φορολογικές απαλλαγές και το 32% έλαβε άλλους τύπους κρατικής στήριξης.
Οι περισσότεροι από αυτούς ανέφεραν ότι αυτά τα μέτρα τους βοήθησαν να εκπληρώσουν τις άμεσες και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους, ενώ περίπου το 50% θεώρησε ότι αυτά τα μέτρα θα αυξήσουν την ικανότητά τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στα επόμενα δύο χρόνια…