της Ελενας Ερμείδου
Αλυτες παραμένουν κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ ασφαλιστικών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. Παρά το γεγονός ότι η IDD ψηφίστηκε και αποτελεί νόμο του κράτους, χρειάζεται ακόμα πολύ δουλειά από πλευράς νομικών τμημάτων ώστε να κατανοηθούν οι διατάξεις και να εκλείψουν τα λάθη και οι παραλείψεις.
Ένα από τα βασικά θέματα που συνεχίζει να απασχολεί και να εγείρει ανησυχίες είναι το θέμα της λύσης μίας σύμβασης μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων.
To ύψος των προμηθειών, η παραγωγή, οι μεταβολές των όρων έχουν προβληματίσει πολλούς διαμεσολαβούντες.
Στο πλαίσιο αυτό ο νομικός σύμβουλος της ΕΑΕΕ τονίζει:
Αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί η σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ποσό που ισούται με την προμήθεια τριών (3) ετών που θα δικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί η σύμβαση, και αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, γι’ αυτό το διάστημα, να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση.
Η παραγωγή τεκμαίρεται ότι παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον διατηρείται η ασφαλιστική κάλυψη για το ασφαλιζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αντικείμενο, χωρίς ουσιώδη μεταβολή των όρων της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, με αναλυτική κατάσταση, τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή για τη διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή του και τις προμήθειές του που αναλογούν σε αυτή.
Το βάρος απόδειξης για την απώλεια της παραγωγής φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση. Σύμφωνα με τον νόμο 4583/18 το ποσό του πρώτου εδαφίου δεν καταβάλλεται, αν η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή.
Αν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, για αξιόποινες πράξεις από τη σχέση του με την ασφαλιστική επιχείρηση ή που τελέστηκαν επ’ ευκαιρία αυτής, καταβάλλεται στον ασφαλιστικό πράκτορα ή συντονιστή το ήμισυ του ποσού που θα δικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί η σύμβαση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.
Σε περίπτωση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή παύσης της ποινικής δίωξης ή εν γένει απαλλαγής του πράκτορα ή του συντονιστή από τις σχετικές κατηγορίες, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει εντόκως στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή το ποσό που υπολείπεται.
Αντίθετα, αν ο πράκτορας ή ο συντονιστής καταδικαστεί αμετάκλητα, επιστρέφει εντόκως το ποσό που έλαβε μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης.