Η ελληνική παραγωγή ιχθυηρών αναμένεται να αυξηθεί κατά 4% ετησίως σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Δημήτρης Βαλαχής, πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), μιλώντας στο συνέδριο για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες 2018 που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο ίδιος περιέγραψε τις τέσσερις μεγάλες προκλήσεις για την ανάπτυξη του κλάδου, δηλαδή την ανάγκη ολοκλήρωσης του θεσμικού πλαισίου, την ολοκλήρωση του χωροταξικού, το αργότερο μέχρι τον Νοέμβριο του 2019, την αξιοποίηση πόρων, τη θέσπιση μέτρων εμπορίας, αλλά και την ανάγκη επανεξέτασης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, σε σχέση με την Ελλάδα και τον αθέμιτο ανταγωνισμό τρίτων χωρών.
Παράλληλα έκανε ειδική μνεία στην επωνυμία των ελληνικών προϊόντων, τονίζοντας ότι θα πρέπει παντού να προβάλλεται το σήμα Fish from Greece.
Οι τέσσερις προκλήσεις
Αναλυτικά όσον αφορά τις στρατηγικές προκλήσεις, ο κ. Βαλαχής σημείωσε:
«-Πρώτον, στην ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου ίδρυσης και λειτουργίας των μονάδων με στόχο τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης της παραγωγής με ανταγωνιστικό κόστος και στη βάση του υγιούς ανταγωνισμού.
-Δεύτερον, στην ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού, με την έκδοση Π.Δ. για την ίδρυση των 25 περιοχών οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι τον Νοέμβριου 2019.
-Τρίτον, στην άμεση ενεργοποίηση του θεσμικού πλαισίου του Επιχειρησιακού Προγράμματος Θάλασσας και Αλιείας 2014-2020 που θα μας επιτρέψει να αξιοποιήσουμε τους πόρους του με προτεραιότητα τα μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου, ιδίως τα μέτρα παραγωγικών επενδύσεων των επιχειρήσεων αλλά και εμπορίας με χρηματοδότηση των Σχεδίων Παραγωγής και Εμπορίας.
-Και τέταρτον, πρέπει να επανεξεταστεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία με άξονα τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών και των παραγωγών τρίτων χωρών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελεί η Τουρκία, η οποία εκμεταλλευόμενη συνδυαστικά μια σειρά ευνοϊκών προϋποθέσεων κατάφερε να τριπλασιάσει την παραγωγή της μέσα σε 10 χρόνια όπως και τις αντίστοιχες εξαγωγές της στην ενιαία αγορά.
Συγκεκριμένα:
-αξιοποιεί τη δυνατότητα εφαρμογής μεθόδων παραγωγής που δεν εμπίπτουν σε όλη την διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας στις αυστηρές διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και επιτρέπουν την παραγωγή με χαμηλότερο κόστος
-λαμβάνει άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις από την τουρκική πολιτεία
-ενώ παράλληλα, σύμφωνα και με την συμφωνία τελωνειακής ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας από τη μία επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και από την άλλη μπορεί να εξάγει αδασμολόγητα τα προϊόντα στην ευρωπαϊκή αγορά, που είναι και η μεγαλύτερη αγορά των ελληνικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας.»
Το προφίλ του κλάδου
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία εκτιμάται ότι το 63% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια και το υπόλοιπο 37% από τη συλλεκτική αλιεία, ενώ περίπου το 78% της παραγωγής ιχθυοκαλλιέργειας εξάγεται, ενώ το υπόλοιπο 22% πωλείται στην εγχώρια αγορά. Η μεγαλύτερη αγορά για ελληνικά προϊόντα είναι η ΕΕ, καθώς πάνω από το 90% των εξαγωγών πωλούνται εκεί και ένα μικρότερο ποσοστό εξάγεται στη Βόρεια Αμερική και άλλες χώρες.
«Η ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί σημαντικό παράγοντα τόνωσης της εθνικής οικονομίας», τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, πραγματοποιώντας την έναρξη του Συνεδρίου Ιχθυοκαλλιέργειας 2018 υπογραμμίζοντας ότι η ιχθυοκαλλιέργεια συμβάλλει ουσιωδώς στην εξουδετέρωση της απειλής κατά της θαλάσσιας πανίδας, η οποία προκαλείται από την υπεραλίευση. Όσον αφορά τη σημασία του κλάδου για την ελληνική οικονομία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι «η αξία των πωλούμενων ιχθύων φθάνει κατ’ έτος τα 600 εκατ. ευρώ και επίσης στις επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας απασχολούνται, αμέσως ή εμμέσως, περίπου 12.500 εργαζόμενοι, αρκετοί από αυτούς σε απομακρυσμένες περιοχές ή και ακριτικά νησιά μας».
Παραγωγική ανασυγκρότηση και ιχθυοκαλλιέργεια
«Πρέπει να στραφούμε στα θέματα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, και να απομακρυνθούμε από τη γενική πολιτική συζήτηση», ανέφερε στην ομιλία του ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Στέργιος Πιτσιόρλας, τονίζοντας ότι οι επιχειρήσεις αλλά και η πολιτεία οφείλουν να στραφούν στην κατεύθυνση της παραγωγής προϊόντων υψηλής αξίας, που να είναι ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές. «Οφείλουμε να προωθήσουμε τον τομέα των εξαγωγών. Έχουμε δυνατότητες να πετύχουμε πολλά περισσότερα απ΄όσα πετυχαίνουμε σήμερα», τόνισε ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης. Επεσήμανε μάλιστα την ανάγκη δημιουργίας του χωροταξικού, λέγοντας ότι απαιτείται να γίνει η παραγωγή σε οργανωμένες περιοχές και να συνδυάζεται και με άλλους τομείς της οικονομίας μας, διασφαλίζοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, που είναι το περιβάλλον.
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γεώργιος Πετράκος, στην δική του τοποθέτηση, έκανε λόγο για παραγωγική δραστηριότητα με ένταση παραγωγής γνώσης, τονίζοντας ότι «η ελληνική Ιχθυοκαλλιέργεια έκανε το ελληνικό ψάρι, ένα ανταγωνιστικό εξαγωγικό προϊόν» και πρόσθεσε ότι «το πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ενέταξε στη στρατηγική του έγκαιρα την εξυπηρέτηση των αναγκών του κλάδου».
Από την πλευρά του ο κ. Μπέρναρντ Φίες από τη Διεύθυνση Γαλάζιας Οικονομίας της Ε.Ε., χαρακτήρισε ως εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες στηρίζονται από την ελληνική πολιτεία, ενώ τόνισε ότι λόγω της δημογραφικής αύξησης, αλλά και της μελλοντικής αύξησης της μετακίνησης των πληθυσμών, η ζήτηση για πρωτεϊνούχες τροφές θα καθοδηγεί τις αγορές. Όπως είπε, μοιραία, η αγορά της αλιείας αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τα προσεχή χρόνια. Μάλιστα, έκανε γνωστή την πρόθεση της Επιτροπής να παρέχει βοήθεια και μέσω των διαρθρωτικών ταμείων, τα οποία διαθέτουν 1,2 δισ. ευρώ για σχετικές δράσεις, σε επίπεδο έρευνας, ανάπτυξης, χρηματοδότησης, αλλά και σε επίπεδο μάρκετινγκ.
Τέλος, από την πλευρά του ο Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας για τον ρόλο των ιχθυοκαλλιεργειών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ανέφερε ως βασικές προϋποθέσεις τη δημιουργία χωροταξικού σχεδιασμού, τη μείωση της φορολογίας, την εμπέδωση πολιτικής συναίνεσης, την εφαρμογή της νομοθεσίας, την προώθηση των συνεργιών και την τόνωση της ρευστότητας, αλλά και την πάταξη της γραφειοκρατίας.