«Πολεμικές» διαστάσεις προσλαμβάνει η αντιπαράθεση Γερμανίας-Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας να κρίνει ως «εν μέρει αντισυνταγματικό» το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, που ξεκίνησε το 2015.

Απόφαση που επικροτήθηκε από τη Γερμανίδα καγκελάριο, ένδειξη του ότι αποτελεί κεντρική κυβερνητική γραμμή η αμφισβήτηση της χαλαρότερης χρηματοοικονομικής πολιτικής που ακολουθεί η Φραγκφούρτη, από την εποχή Ντράγκι.

Γνωστή είναι άλλωστε η πολυετής κόντρα του Σόιμπλε με τον Ντράγκι, με τον Ιταλό να ελέγχει τις πλειοψηφίες στα διοικητικά της ΕΚΤ και να υπερασπίζεται μέχρι τέλους την πολιτική του.

Ωστόσο, οι κινήσεις της γερμανικής πλευράς αφενός αποτελούν ένα σαφές μήνυμα και προς την νυν επικεφαλής της ΕΚΤ, καθώς ακολουθεί τα βήματα του Ιταλού προκατόχου της, αφετέρου ακόμη μία «τρικλοποδιά» του Βερολίνου στην προσπάθεια της Φραγκφούρτης να αμβλυνθούν οι δραματικές συνέπειες της κρίσης λόγω κορωνοϊού κυρίως για τις χώρες του Νότου. Παράλληλα, αποτελεί ελιγμό των Γερμανών, οι οποίοι, από τη στιγμή που δεν έχουν την πλειοψηφία στα διοικητικά όργανα της ΕΚΤ, βάλλουν μέσω του δικαστηρίου της Καρλσρούης.

Εσπευσμένη ήταν η αντίδραση της πλευράς Λαγκάρντ, με έκτακτη τηλεδιάσκεψη το βράδυ της προηγούμενης Τρίτης, προκειμένου να εξεταστούν τόσο νομικής όσο και πρακτικής φύσεως ζητήματα. Η απάντηση δόθηκε την ίδια μέρα και ήταν ξεκάθαρη και σταθερή στη γραμμή “whatever it takes”. Ακολούθησε και δεύτερη, δύο μέρες αργότερα, επίσημα ως ΕΚΤ, με τη Λαγκάρντ να στέκεται απέναντι στη Μέρκελ.

Ωστόσο, εκ των πραγμάτων, δημιουργούνται εμπόδια/φρένα στην πρόθεση της ΕΚΤ να διευρύνει περισσότερο το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω Covid-19, στο οποίο εντάχθηκε και η Αθήνα. Με σημαντικά άμεσα και έμμεσα οφέλη.

Πρακτικά, δυσχεραίνουν οι κινήσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, με το πανίσχυρο γερμανικό think tank IfO να εκτιμά πως η δικαστική απόφαση περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών της Κεντρικής Τράπεζας. Πιθανότατα, βάζει «νάρκη» στην πρόθεση διεύρυνσης του ορίου αγοράς «χρέους» κατά επιπλέον 500 ή και 750 δισ., αλλά και στις σκέψεις για επέκταση του προγράμματος πέραν του τέλους του έτους, έως το πρώτο τρίμηνο του 2021, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Για την Αθήνα, αν και δεν δημιουργούνται προβλήματα όσον αφορά στο ισχύον πρόγραμμα «χαλάρωσης», επιβαρύνει το investment risk άμεσα για τον τραπεζικό κλάδο και έμμεσα για την οικονομία, την επιχειρηματικότητα. Το πιθανότερο είναι να αποστερήσει από την ελληνική πλευρά τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί τις πρόνοιες μιας διεύρυνσης του προγράμματος, με τραπεζικούς κύκλους να έχουν υπολογίσει σε επιπλέον 3 με 4 δισ. το όφελος στην περίπτωση που η ΕΚΤ αύξανε κατά 500 δισ. το Covid-19 project. Εξελίξεις που εξετάστηκαν σε κυβερνητικό και τραπεζικό επίπεδο, την αμέσως επομένη της τηλεδιάσκεψης υπό τον πρωθυπουργό, υπουργούς του οικονομικού επιτελείου, τραπεζίτες και του διοικητή της ΤτΕ, που πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαΐου.

Το θέμα απασχολεί σοβαρά την κυβέρνηση και την ΤτΕ, που εύλογα επισπεύδουν τις διαδικασίες για τη δημιουργία μιας “bad bank. Με ενθαρρυντικά γεγονότα για την Αθήνα την ανοιχτή γραμμή με τη Φραγκφούρτη και τις άριστες σχέσεις των δύο πλευρών.

…………………….

 

Πηγή: ΧΡΗΜΑ WEEK, 12/05/2020