Οι traders δείχνουν, σαφώς, πως είναι σε επιφυλακή, ωστόσο κινούνται πολύ πιο άνετα από ό,τι σε περιόδους κρίσεων (δημοψήφισμα για το Brexit, πυραυλικές δοκιμές Β. Κορέας, sell off στη Νέα Υόρκη λόγω ADRs κ.λπ.), ρυθμίζοντας τις επιλογές τους (πωλήσεις ή αγορές) ανάλογα με τη ροή των ειδήσεων. Αυτό εξηγεί την αυξημένη μεταβλητότητα που έχουν αυτήν την εβδομάδα οι αγορές μετοχών, οι τιμές πετρελαίου, οι δείκτες αντασφάλισης (hedging), τα μέταλλα, αν και το υψηλό volatility έχει ξεκινήσει από την ημέρα της ανακοίνωσης των δασμολογικών μέτρων Τραμπ.
Το γεγονός πως τη μια μέρα η Wall Street είναι το συν 1,5% και την αμέσως επομένη στο μείον 1,5%, παρασύροντας σε ανάλογο ρυθμό τις υπόλοιπες, επηρεάζοντας παράλληλα ομόλογα, πρώτες ύλες, συνάλλαγμα, προοιωνίζεται συνέχεια ανάλογη. Τουλάχιστον μέχρις ότου γίνει το επόμενο βήμα στη «σκακιέρα» της Συρίας.
Είναι ενδεικτικό πως ενώ το πρώτο tweet του Αμερικανού προέδρου (πως θα υπάρξουν αντίμετρα στη φερόμενη χρήση χημικών από την πλευρά Άσαντ) «έριξε» τις αγορές, το επόμενο (πως δεν έχει δεσμευθεί για τον χρόνο ανάληψης στρατιωτικής δράσης) οδήγησε τις αγορές σε ανοδική αντίδραση… ανακούφισης.
Βραχυπρόθεσμα, η μείωση των ανησυχιών για την απειλούμενη σύγκρουση μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Ρωσίας στη Συρία είχε ως αποτέλεσμα οι traders και οι επενδυτές να στραφούν και στα εταιρικά αποτελέσματα, ανεβάζοντας τους χρηματιστηριακούς δείκτες και ρίχνοντας την τιμή του πετρελαίου, που είχε πάρει την ανιούσα.
Όμως, με την πρώτη κλιμάκωση, και πάλι, των ανησυχιών, οι πωλητές θα αναλάβουν και πάλι, πυροδοτώντας την ακριβώς αντίθετη κίνηση στις αγορές.
Στο επίκεντρο των επενδυτών βρίσκονται και οι άλλες αγορές, με αφορμή την άνοδο του brent (διεθνής δείκτης αναφοράς), που την Τετάρτη ξεπέρασε και τα 73 δολ./βαρέλι, για να υποχωρήσει την αμέσως επομένη.
Οι τιμές του πετρελαίου επηρεάζονται και από… παράπλευρες ενέργειες, όπως για παράδειγμα μετά την είδηση για αναχαίτιση από τη Σαουδική Αραβία δύο βαλλιστικών πυραύλων που εκτοξεύθηκαν από τους αντάρτες Χούτι της Υεμένης. Η τιμή του πετρελαίου μπορεί να ανεβοκατέβηκε μέσα στην εβδομάδα, για να φθάσει τελικά έως 7% υψηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη, πλην όμως θα πρέπει να «μετριέται» περισσότερο σαν χρηματιστηριακό προϊόν, σαν «παράγωγο», που υπόκειται περισσότερο στην εικόνα των μετοχών παρά των σταθερών αξιών, όπως λ.χ. είναι ο χρυσός.
Δεν είναι τυχαίο πως την εβδομάδα αυτή η τιμή της ουγγιάς σημείωσε μικρή υποχώρηση, στα 1.350 δολ./ουγγιά.
Σε γενικές γραμμές, οι γεωπολιτικές εντάσεις είθισται να οδηγούν σε υψηλές τιμές το αργό (πετρέλαιο) και να διαμορφώνουν χαμηλότερα τις βασικές ισοτιμίες με βάση το δολάριο.
Ωστόσο, πρώτες ύλες και μέταλλα μπορεί να επηρεαστούν από παραμέτρους που δεν σχετίζονται άμεσα με τις εξελίξεις στη Συρία. Για παράδειγμα, οι κυρώσεις κατά του ρωσικού κολοσσού Rusal οδήγησαν σε ράλι 3% το αλουμίνιο και σημαντικά κέρδη για επιχειρήσεις του κλάδου, κυρίως στις ΗΠΑ, και δευτερευόντως στην Ευρώπη.
Σε αυτήν την τόσο «εύθραυστη», διεθνώς, κατάσταση, τα αμερικανικά «σπίτια» παραμένουν ψύχραιμα και, εστιάζοντας στην προοπτική ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ, συστήνουν αγορές σε μετοχές του S&P 500.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η έκθεση της Goldman Sachs, που χωρίς να αναφέρεται στις γεωπολιτικές εξελίξεις, εμφανίζεται «ταύρος» για τη Wall Street.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό επενδυτικό οίκο, η ανοδική αγορά με βάση τα κέρδη θα συνεχιστεί, καθώς ο δείκτης S&P 500 θα αυξηθεί κατά 10%, στις 2.850 μονάδες, στο τέλος του έτους, όπως προβλέπει η Goldman Sachs. Για το 2019 προβλέπει ως στόχο τις 3.000 μονάδες και για το 2020 τις 3.100 μονάδες.
Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, η φορολογική μεταρρύθμιση, η ανάπτυξη των κερδών ανά μετοχή και οι επαναγορές μετοχών θα πρέπει να αντισταθμίσουν τους κινδύνους από τη σύσφιγξη της Fed και την κλιμάκωση των εμπορικών συγκρούσεων.
Η Goldman Sachs διακρίνει δύο σενάρια:
Το αισιόδοξο: η ύφεση είναι απίθανη, καθώς η απορρύθμιση και η φορολογική μεταρρύθμιση έχουν τοποθετήσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και την αισιοδοξία των επιχειρήσεων στο υψηλότερο επίπεδό τους τα τελευταία χρόνια.
Και το αρνητικό: η μείωση στον ρυθμό ανάπτυξης σε ορισμένα οικονομικά μέτρα, το κλείσιμο των επαναγορών μετοχών, το αυξανόμενο κόστος εργασίας και η αντίδραση έναντι των social media.
Στα θεμελιώδη μεγέθη, η GS βλέπει 2,7% οικονομική ανάπτυξη, 14% αύξηση των κερδών ανά μετοχή και τις επαναγορές μετοχών ως τις βασικές πηγές της ζήτησης μετοχών.
Στο εύλογο ερώτημα κατά πόσον ένας επενδυτής, ακόμη κι ένας trader, θα μπορούσαν να κάνουν «μάκρο» προσέγγιση των αγορών, σε μια περίοδο που η γεωπολιτική σκακιέρα μετακινείται σε «κινούμενη άμμο», τις απαντήσεις τις δίνουν οι ίδιες οι αγορές. Που από το πρώτο μίνι κραχ, με αφορμή το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit (Ιούνιος 2016) μέχρι και το τελευταίο sell off στη Wall Street, δείχνουν εξοικειωμένοι με τις ακραίες διακυμάνσεις, που μέχρι τώρα σε διάρκεια επαναφοράς δεν ξεπερνούν (το πολύ) τη μία εβδομάδα.