Κεντρική ιδέα του σχεδιασμού της Potiropoulos+Partners αποτελεί η σφιχτή εγγραφή, σε κάτοψη και τομή, μίας λευκής, λείας, γλυπτικής «μορφής-σήματος» στη φύση.

Η ελικοειδής κύρια όψη μοιάζει να περιστρέφεται, να ανυψώνεται σε συνεχή κίνηση, δίνοντας μία αίσθηση δυναμική και ταυτόχρονα ανάλαφρη. Ο σχεδιασμός αντιδρά στο τοπιακό πανόραμα, καθώς το κτίριο βρίσκεται σχεδόν σε επαφή με το Γκολφ της Γλυφάδας, ενώ νοτιοδυτικά του απλώνεται ο Σαρωνικός κόλπος που χάνεται στον ορίζοντα.  Οι παραλλαγές του φυσικού φωτός, οι διαφορετικές θέες και οι μεταμφιέσεις της φύσης ανάλογα με την εποχή και την ώρα της ημέρας ή της νύχτας, εγκαθιστούν έναν καμβά εννοιολογικών και οπτικών σχέσεων πάνω στον οποίο υφαίνεται το αρχιτεκτονικό συντακτικό.

Η σύνθεση διαπραγματεύεται τον διάλογο ανάμεσα στο κτίριο και το τοπίο οργανώνοντας το εσωτερικό του σε χώρους «καθημερινούς» ή «έκτακτους», που αναλογούν στις διαβαθμίσεις της θέας και των λειτουργιών.  Στο πλαίσιο αυτό το μοίρασμα των εξωτερικών ανοιγμάτων προσαρμόζεται άλλοτε στις επιθυμητές συνθήκες ιδιωτικότητας, και άλλοτε εξωστρέφειας, προσφέροντας μία άμεση εμπειρία από διαφορετικές αφηγήσεις που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Έτσι, οι δύο πλάγιες όψεις και η εσωτερική προβάλουν εσωστρεφείς, προστατευμένες, σε αντιδιαστολή με εκείνη της οδού Ξενοφώντος που ανοίγεται προς την θέα.  Την στιβαρή αυτή αρχιτεκτονική καλύπτει μονολιθικά μία διάτρητη επιδερμίδα, σαν κλωστρά αποτελούμενο από γραμμικές διατομές, ελαφρύνοντας το αισθητικό βάρος του κτιριακού όγκου.  Τα κατακόρυφα στοιχεία της ρυθμολογούν την επίδραση του φυσικού φωτός δημιουργώντας ένα πορώδες όριο που φιλτράρει τη φύση και τα βλέμματα.  Ταυτόχρονα προσδίδουν στις όψεις μία αίσθηση λεπτότεχνη.  Αντίστοιχη είναι η διαμόρφωση της περίφραξης που καλείται να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές απαιτήσεις της προστασίας και της υποδοχής.  Μέσα από τις επιμέρους αυτές χειρονομίες παράγεται τελικά μία ολοκληρωμένη δομή που δηλώνει την εξισορρόπηση όλων αυτών των σχέσεων αναδεικνύοντας την συνολική σχεδιαστική λογική του κτιρίου.

Το «Τhe Helix» βασίζει τον συνθετικό του χειρισμό στην ισχυρή αντίστιξη χρωμάτων και υφών μεταξύ του κτίσματος (λευκού, μαλακού, λείου, καμπυλωμένου) και του φυσικού στοιχείου (γαιώδους, αδρού, σκληρού, γωνιώδους).  Στην αρχιτεκτονική γλώσσα που υιοθετήθηκε το λευκό αποτελεί μια σιωπηλή δήλωση παρουσίας, είναι τα πάντα και ταυτόχρονα διαφορετικό. Μέσα από τον αποχρωματισμό του κτίσματος γίνεται αναγνωρίσιμη η ομογενοποιητική αντιμετώπιση του φλοιού, ενώ αντίστοιχα λευκές σκηνογραφίες, που εμπλέκουν μια ποικιλία υλικών -–διάτρητα ή συμπαγή, διαφανή ή ημιδιαφανή, φυσικά ή βιομηχανικά– δίνουν το ύφος στους εσωτερικούς χώρους όπου επικρατεί το φυσικό φως.

Ο σχεδιασμός ενσωματώνει έμμεσα την μνήμη του ελληνικού μοντερνιστικού περιαστικού βιώματος, χωρίς εμμονή σε ένα ιδίωμα που θα υπογράφει μονοσήμαντα έναν συγκεκριμένο τρόπο φορμαλιστικής ερμηνείας του. Το κτίριο γίνεται αντιληπτό ως τοπόσημο που καλείται να επηρεάσει την μικροκλίμακα στην οποία εντάσσεται συμβάλλοντας στην ανασύνταξη της τοπικής αστικής κατάστασης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ