Τα έπιπλα οικιακής χρήσης αποτελούν σημαντικό τομέα του ευρύτερου κλάδου των επίπλων. Ο κλάδος περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων (παραγωγικές και εισαγωγικές), οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το μέγεθος και την οργάνωσή τους, όσο και από το εύρος των προϊόντων που διαθέτουνσύμφωνα με στοιχεία της τελευταίας έκδοσης της Κλαδικής Μελέτης που εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP.
Οι περισσότερες παραγωγικές μονάδες είναι πολύ μικρού μεγέθους χωρίς αυτοματοποιημένη παραγωγή. Οι μεγάλες επιχειρήσεις (παραγωγικές και εισαγωγικές) διαθέτουν συνήθως εκθεσιακούς χώρους και δίκτυο διανομής των προϊόντων τους το οποίο περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, εταιρικά καταστήματα, καταστήματα που λειτουργούν με το σύστημα franchising, αλλά και τοπικούς αντιπροσώπους (σε μικρότερη κλίμακα).Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία πολυεθνικών αλυσίδων επίπλων και οικιακών ειδών τα τελευταία χρόνια στην χώρα, με την ίδρυση σημαντικού αριθμού καταστημάτων σε όλη την επικράτεια.
Η Χριστίνα Γκαραγκούνη, Senior Consultant, η οποία επιμελήθηκε της συγκεκριμένης έκδοσης, αναφέρει ότι η δύσκολη οικονομική συγκυρία της χώρας τα τελευταία χρόνια επηρέασε αναπόφευκτα και τον κλάδο των επίπλων οικιακής χρήσης. Η κατακόρυφη μείωση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας και η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, είχαν σαν αποτέλεσμα τη σημαντική διαχρονική μείωση των συνολικών πωλήσεων του κλάδου. Μετά από μια πολυετή πτωτική πορεία η αγορά των οικιακών επίπλων ανακάμπτει, καταγράφοντας θετικούς (αυξανόμενους) ρυθμούς μεταβολής την τελευταία τριετία.
Συγκεκριμένα, η εγχώρια αγορά επίπλων οικιακής χρήσης (σε αξία) ακολούθησε φθίνουσα πορεία την περίοδο 2008-2015 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -11,7%. Εντούτοις, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται από το 2013 και μετά. Την τριετία 2016-2018 η αγορά παρουσιάζει συνεχή αύξηση, ενώ το 2018καταγράφει ετήσια μεταβολή 4,8%.
Οι εξαγωγές επίπλων (σε αξία) σημειώνουν άνοδο την τελευταία πενταετία, ωστόσο κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με το επίπεδο των εισαγωγών.Η εισαγωγική διείσδυση στον κλάδο βάσει αξίας, βαίνει αυξανόμενη, αγγίζοντας το 63,5% το 2018.
Σύμφωνα με την Ελένη Δεμερτζή, SeniorManagerΟικονομικών Μελετών της ICAP, οι πωλήσεις επίπλων καθιστικού χώρου κάλυψαν το 43,5% της συνολικής αξίας πωλήσεων των εξεταζόμενων προϊόντων, το 2018. Τα έπιπλα υπνοδωματίου κάλυψαν το 38,5% και τα έπιπλα τραπεζαρίας απέσπασαν το υπόλοιπο 18% της συνολικής αγοράς.
Η περιορισμένη αγοραστική δύναμη και τα χαμηλά επίπεδα καταναλωτικής εμπιστοσύνης παραμένουν τα βασικά προβλήματα του κλάδου τα προϊόντα του οποίου έχουν χαμηλή προτεραιότητα στις αγορές του καταναλωτικού κοινού σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας. Ως αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου οξύνεται και τους ωθεί σε έντονες αλλαγές της τιμολογιακής πολιτικής και των όρων πωλήσεων (μείωση τιμών, προσφορές).
Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, παράγοντες του κλάδου προβλέπουν ότι η αγορά των επίπλων οικιακής χρήσης θα κινηθεί σε ανοδικά επίπεδα την τριετία 2019-2021, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2%-3%. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η περαιτέρω βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας και η ανάπτυξη της οικονομίας με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτούνται και ενέργειες για την τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας και την υλοποίηση νέων επενδύσεων.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα 11 επιχειρήσεων εισαγωγής οικιακών επίπλων με διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία για τη διετία 2017-2018 από την ανάλυση του οποίου προκύπτουν τα εξής: Το σύνολο του ενεργητικούτων εταιρειών κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα το 2018/2017, ενώ οριακά μειωμένα εμφανίζονται τα συνολικά ίδια κεφάλαια (-1,3%). Από την άλλη αύξηση παρουσιάζουν οι συνολικές πωλήσεις(κατά7,1%) γεγονός που οδήγησε στην βελτίωσηκαι των μικτών κερδών (7,7%) την ίδια περίοδο. Τα λειτουργικά έξοδα διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα και οδήγησαν στην εμφάνιση αρνητικού λειτουργικού αποτελέσματος και τα 2 έτη. Τόσο τα κέρδη EBITDA όσο και το τελικό (καθαρό) αποτέλεσμα του συγκεκριμένου δείγματος εταιρειών εμφάνισαν επιδείνωση. Από τις 11 εταιρείες του δείγματος, 7 ήταν κερδοφόρες το 2018.