Toυς προβληματισμούς του σχετικά με κάποιες διατάξεις του νέου Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, αναφέρθηκε ο κ. , Υποδιοικητής Τμήματος Τροχαίας Οδού, από το βήμα του 2nd Auto Forum.
Όπως ειδικότερα ανέφερε:
«Στον νέο Κ.Ο.Κ. δεν υπήρξε καμία αυστηροποίηση των ποινών που αφορά την παράβαση της υπερβολικής ταχύτητας. Παράλληλα δεν έγινε ούτε κάποια πρόβλεψη, ώστε οι διοικητικές ποινές, είτε αφορούν τα πρόστιμα είτε την αφαίρεση του διπλώματος του οδηγού, να κλιμακώνονται ανάλογα με την ταχύτητα του παραβάτη. Δηλαδή, ένας οδηγός που κινείται στον αυτοκινητόδρομο με 160 χλμ/ώρα έχει τις ίδιες ποινές με αυτόν που κινείται με 230 ή 260 χλμ/ώρα.
Ταυτόχρονα το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τον εντοπισμό και την επίδοση των κλήσεων που διαπιστώνονται με τη μέθοδο του φωτογραφικού ραντάρ είναι χρονοβόρο και σε πολλές περιπτώσεις αναποτελεσματικό. Ιδιοκτήτες ή οδηγοί δεν εμφανίζονται στα Αστυνομικά Τμήματα να παραλάβουν τις κλήσεις τους, δηλώνουν ως οδηγούς άλλοτε υπέργηρους συγγενείς τους ή θανώντες ή ακόμα και κατοίκους του εξωτερικού με ψευδή στοιχεία αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την τιμωρία. Μία λύση στην κατεύθυνση αυτή θα ήταν ο καταλογισμός της παράβασης στον ιδιοκτήτη του οχήματος.
Με τον νέο Κ.Ο.Κ., για κάποιες παραβάσεις προβλέπεται η αφαίρεση, πέραν του διπλώματος του οδηγού παραβάτη, και της άδειας κυκλοφορίας και των κρατικών πινακίδων κυκλοφορίας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, καθώς οδηγεί στην ακινητοποίηση του οχήματος, δυσχεραίνοντας τις μετακινήσεις ολόκληρης της οικογένειας ή στη λειτουργία μιας επιχείρησης λόγω ενός λάθους του υπαλλήλου της.
Επίσης, δεν υπάρχει διαβάθμιση στην επιβολή των ποινών. Ένας οδηγός με 25 χρόνια δίπλωμα οδήγησης ο οποίος καταλαμβάνεται για πρώτη φορά να κάνει χρήση κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση έχει την ίδια αντιμετώπιση με έναν οδηγό ο οποίος έχει δίπλωμα 2 χρόνια και έχει τιμωρηθεί ήδη 3 φορές για την ίδια παράβαση.
Παράλληλα, δεν υφίσταται ηλεκτρονική εφαρμογή στην οποία να καταχωρείται η αφαίρεση του διπλώματος για τροχονομικές παραβάσεις, ώστε να μπορεί να προστρέξει ο Αστυνομικός και να διαπιστώσει αν ο ελεγχόμενος οδηγός στερείται διπλώματος ή του έχει αφαιρεθεί από κάποια Υπηρεσία της Αστυνομίας.
Επιπλέον, ακόμη και στις περιπτώσεις που η Αστυνομία προχωρά στην αφαίρεση των πινακίδων κυκλοφορίας ενός οχήματος για παράβαση του Κ.Ο.Κ. διαπιστώνεται πολλοί παραβάτες να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το όχημά τους χωρίς πινακίδες. Σε αυτή την περίπτωση, οι ποινές είναι ασήμαντες αφού για τον παραβάτη συντάσσεται έκθεση αρχής και αποστέλλεται στον αρμόδιο δημόσιο κατήγορο για να εκδικαστεί σε πταισματικό βαθμό με τις περισσότερες φορές είτε να αθωώνεται, είτε στο πλαίσιο αποσυμφόρησης της ποινικής διαδικασίας να αρχειοθετείται και να μην εκδικάζεται ποτέ.
Σε μείζον πρόβλημα εξελίσσεται και η κυκλοφορία δικύκλων χωρίς να φέρουν την κρατική πινακίδα κυκλοφορίας. Οι οδηγοί αυτών των οχημάτων ουσιαστικά δεν μπορούν να ελεγχθούν από τις Υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. καθώς πρόκειται για μηχανές μεγάλου κυβισμού των οποίων η ακινητοποίηση απαιτεί καταδίωξη με προφανή τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος. Τα ανωτέρω δίκυκλα πέραν των παραβάσεων του Κ.Ο.Κ. (παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, υπερβολική ταχύτητα, συμμετοχή σε αυτοσχέδιους αγώνες, μη καταβολή αντιτίμου διοδίων) δύναται να εμπλέκονται σε έκνομες ενέργειες όπως ληστείες, κλοπές, ακόμη και σε τροχαία ατυχήματα με εγκατάλειψη του τόπου του ατυχήματος».