Το νέο καθεστώς προστασίας που θα αντικαταστήσει το ν. Κατσέλη, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και η στελέχωση της ΑΑΔΕ είναι τα κρίσιμα ζητήματα που θέτει η Ευρωπαική Επιτροπή στην έκθεση για την 2η μεταμνημονιακή αξιολόγηση της Ελλάδας.
Με ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην Έκθεση σημασία στις εντατικές συζητήσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και των ευρωπαϊκών θεσμών ενώ τονίζεται πως η συγκεκριμένη έκθεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για να αποφασίσει το Eurogroup εάν θα ενεργοποιήσει τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ύψους 970 εκατ. ευρώ.
Τι λέει η Έκθεση
Επισημαίνεται εντόνως πως οι δεσμεύσεις της Ελλάδος για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο την αποκατάσταση της ισορροπία του τραπεζικού συστήματος δεν έχουν τηρηθεί ενώ τονίζεται πως ακόμη πραγματοποιούνται συζητήσεις σχετικά με την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για το νέο σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη.
«Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν εκφράσει τις παρατηρήσεις και τις ανησυχίες τους. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σχεδιαστικών και τεχνικών λεπτομερειών που πρέπει να διευθετηθούν ώστε να διασφαλιστεί ότι το σύστημα θα είναι πραγματικά προσωρινό και θα στοχεύει σωστά στην προστασία των πλέον ευάλωτων νοικοκυριών και δεν θα ενθαρρύνει τους στρατηγικού κακοπληρωτές. Απαιτείται περαιτέρω ανάλυση για την πλήρη κατανόηση των πιθανών επιπτώσεων στον ισολογισμό των τραπεζών και για τον ποσοτικό προσδιορισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων», σημειώνεται.
Η ΕΕ ζητά παρεμβάσεις για την ταχύτερη μείωση των κόκκινων δανείων έως το 2021, επιμένοντας σε περαιτέρω νομοθετικές αλλαγές, ενώ θεωρεί πως τόσο το σχέδιο του ΤΧΣ , όσο και της Τράπεζας της Ελλάδος είναι σε πρόωρο στάδιο.
Σε σχέση με την αύξηση του κατώτατου μισθού η Κομισιόν σημειώνει πως «εγείρει ορισμένες ανησυχίες» όσον αφορά τον ευρύτερο αντίκτυπό της στην οικονομία, ωστόσο προσθέτει πως αναμένεται να έχει βραχυπρόθεσμη θετική καθαρή δημοσιονομική επίπτωση το 2019. Για το ότι οι ελληνικές αρχές επέκτειναν την έκπτωση του ΦΠΑ σε πέντε νησιά του Αιγαίου που φιλοξενούν προσφυγικά κέντρα, συνδέοντας τη μελλοντική εξάλειψή της έκπτωσης με τη χαλάρωση των μεταναστευτικών πιέσεων, η ΕΕ σημειώνει πως το δημοσιονομικό κόστος της απόφασης είναι 50 εκατ. ευρώ.
Για άλλα ζητήματα που εκκρεμούν
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει πως απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας στην στελέχωση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, αλλά και επιτάχυνση στους διορισμούς διοικητικών γραμματέων στα υπουργεία.
Αναφορικά με το απόθεμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες ζημιώνεται πως στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2018 ανερχόταν σε 1,4 δισ. ευρώ, ήτοι 0,3 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το απόθεμα των οφειλών στο τέλος του Αυγούστου 2018. «Παρόλο που οι μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων στη διαχείριση και εκκαθάριση των ληξιπροθέσμων οφειλών σημειώνουν πρόοδο, πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες», επισημαίνεται στην έκθεση.
Σε σχέση με τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ αναφέρεται πως η πώληση τους δεν ολοκληρώθηκε λόγω της «αποτυχημένης διαδικασία δημοπρασίας». Σημειώνεται δε πως «πρόκειται για σημαντική αποτυχία στην επίτευξη μιας κρίσιμης διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, η οποία αποσκοπεί στην εισαγωγή του ανταγωνισμού, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και στη στήριξη της δυνητικής ανάπτυξης».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ωστόσο κάνει λόγο και για «εξελίξεις που σε ορισμένους τομείς δημιουργούν ανησυχίες σχετικά με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων».
Συγκεκριμένα αναφέρεται στη δημιουργία νέων δημοσιονομικών κινδύνων, μέσω πρόσθετων προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, αλλά και λόγω των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα αναδρομικά των δημοσίων υπαλλήλων. «Υπάρχουν ενδείξεις ανοδικών πιέσεων στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα μέσω υπερβολικών μισθώσεων, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν», τονίζεται στην έκθεση.
Ακόμη, υπογραμμίζεται πως οι ελληνικές αρχές έχουν στείλει «ανάμεικτα μηνύματα» σχετικά με τις προθέσεις τους να προχωρήσουν σε σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα ευνοήσουν την ανάπτυξη το 2020, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης τους αφορολογήτου και της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις και τις εργοδοτικές εισφορές.
Η έκθεση αποκαλύπτει πως η κυβέρνηση ενημέρωσε τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ότι δεν προτίθενται να προχωρήσει «στο εγγύς μέλλον» σε αλλαγές στις ρυθμίσεις χρεών προς την εφορία και τα ασφαλιστηκά ταμεία, καθώς χρειάζονται περαιτέρω τεχνικές αναλύσεις.
Καταληκτικά, η έκθεση αναφέρεται σε άλλους τομείς για τους οποίους η ΕΕ ζητά να υπάρξει επιτάχυνση του βηματισμού όπως είναι η έγκριση της νομοθεσίας σχετικά με την εταιρική αναδιάρθρωση της ΔΕΠΑ, η αποκρατικοποίηση της Εγνατίας, αλλά και ο διορισμός Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου στο ΤΧΣ.