Απαιτείται ποιοτική αναβάθμιση του ρυθμιστικού-νομικού πλαισίου και συνεπής εφαρμογή του
Το μείζον θέμα της εμπιστοσύνης στη σχέση ασφαλισμένου, διαμεσολαβητή και ασφαλιστικής εταιρείας θίγει, μεταξύ άλλων, ο διαπρεπής νομικός και ομότιμος καθηγητής του Εμπορικού Δικαίου στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Ιωάννης Ρόκας, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Insurance World.
Ο κ. Ρόκας υπενθυμίζει ότι το ασφαλιστικό προϊόν είναι μια υπόσχεση που αγοράζεται προαιρετικά και συνεπώς ο παράγοντας της αξιοπιστίας είναι κομβικός.
Πέραν αυτού όμως, ο κ. Ρόκας, στη συνέντευξή του, τέμνει και την ανάγκη αναβάθμισης του ρυθμιστικού και νομικού πλαισίου, που συμβάλλει σημαντικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός καλύτερου μέλλοντος για τον ασφαλιστικό κλάδο, αλλά και στην ποιότητα των υπηρεσιών που θα απολαύσει ο ασφαλισμένος.
Το περιβάλλον καθορίζεται σημαντικά από τον νομοθέτη και η χρεία ποιοτικής αναβάθμισης απαιτεί λειτουργικούς κανόνες, διαδικασίες και ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο, συμβατό με τον βηματισμό της καθημερινότητας.
Απαιτεί επίσης, εύλογα, την ενεργοποίηση σύγχρονων κανόνων που υπάρχουν, αλλά έχουν μείνει ανενεργοί, για την πραγματική εφαρμογή των υποχρεωτικών ασφαλίσεων. Επίσης, απαιτεί αντιμετώπιση της αδράνειας, γνώση και υιοθέτηση άριστων κανόνων εφαρμογής και την αναγκαιότητα ώστε το νομοθετικό πλαίσιο να αποτελεί εγγύηση της φερεγγυότητας και αξιοπιστίας του ασφαλιστικού προϊόντος.
Ο καθηγητής θέτει ακόμη το ζήτημα της «ειδικότητας» και, εμμέσως πλην σαφώς, την ανάγκη και χρησιμότητα ενός καταρτισμένου και ενημερωμένου διαμεσολαβητή, ο οποίος πρέπει να αναγνωρίσει τις ανάγκες του ασφαλισμένου και να τον βοηθήσει να καταλήξει στις σωστές και κατάλληλες αποφάσεις για την ασφάλισή του.
Η συνέντευξη με τον καθηγητή κ. Ιωάννη Ρόκα ακολουθεί:
iw? Πού πιστεύετε ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή για ένα καλύτερο μέλλον της ασφάλισης στην Ελλάδα;
απ. Η αξία της ασφάλισης εξαρτάται πολύ από το επίπεδο αξιοπιστίας που εμπνέει, γιατί το ασφαλιστικό προϊόν δεν είναι άλλο από μια υπόσχεση κάλυψης κινδύνων, ενώ η καταβολή ασφαλίσματος, αν τύχει και πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, είναι η εκδήλωση της υπόσχεσης. Δεν αγοράζεις εύκολα προαιρετικά μια υπόσχεση αν δεν έχεις εμπιστοσύνη σε αυτόν που θα την εκτελέσει, εμπιστοσύνη ότι θα έχει την οικονομική δυνατότητα, τη βούληση και ικανότητα να την εκτελέσει σωστά, αλλά εμπιστοσύνη και στο ίδιο το προϊόν.
Η απλούστευση των διαδικασιών αναζήτησης και αγοράς ασφάλισης και η αναβάθμιση του service που φέρνει η ψηφιακή τεχνολογία, η βελτίωση της παροχής πληροφοριών σχετικά με τις ιδιότητες και παροχές του προϊόντος, η παροχή συμβουλής στους (υποψήφιους) πελάτες σχετικά με τις ανάγκες τους, αλλά και οι προχωρημένες τεχνικές μάρκετινγκ, καθιστούν το ασφαλιστικό προϊόν ελκυστικό, αλλά δεν αρκούν για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αγοραστών του σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να δημιουργηθεί και μια «φιλοασφαλιστική κουλτούρα», όπως δείχνει το πολύ χαμηλό ποσοστό επί του ΑΕΠ που αντιπροσωπεύει το ασφάλιστρο.
Δεν αγοράζεις εύκολα προαιρετικά μια υπόσχεση αν δεν έχεις εμπιστοσύνη σε αυτόν που θα την εκτελέσει, εμπιστοσύνη ότι θα έχει την οικονομική δυνατότητα, τη βούληση και ικανότητα να την εκτελέσει σωστά, αλλά εμπιστοσύνη και στο ίδιο το προϊόν
Όμως η αξιοπιστία δεν κερδίζεται στον επιθυμητό βαθμό χωρίς ποιοτική αναβάθμιση του ρυθμιστικού-νομικού πλαισίου και του ελέγχου εφαρμογής των ρυθμίσεων. Αυτό οφείλεται στο ότι η ασφαλιστική παροχή μέχρι να φθάσει στον ασφαλισμένο περνάει από ένα πυκνό «φίλτρο κανόνων» ή αλλιώς βασίζεται σε κανόνες που πρέπει να τηρηθούν και άρα να τους γνωρίζουμε καλά και να ερμηνεύονται τεκμηριωμένα με μη αμφισβητούμενες μεθόδους. Δεν είναι υπερβολή, αλλά κυριολεξία, ο χαρακτηρισμός της ασφάλισης ως “legal product”, αφού η υπόσχεση καταβολής ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης περιστατικών αβέβαιων, για να γίνει βεβαιότητα, απαιτεί τη θέσπιση λειτουργικών δεσμευτικών κανόνων, τη διάθεση μηχανισμών πραγματικού διαρκούς ελέγχου της τήρησής των και νομικούς κανόνες με αποτελεσματικές και δίκαιες κυρώσεις. Για να λειτουργεί η ασφάλιση ως εγγύηση (“garantie” ονομάζεται στη Γαλλία) απαιτείται αυτό να το εγγυάται και ο νόμος.
Η «νομική εγγύηση» περιλαμβάνει και τη μακρά σειρά των παρεπόμενων υποχρεώσεων που έχει ο παρασκευαστής και ο διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων έναντι των ασφαλισμένων. Με την αναβάθμιση του ρυθμιστικού-νομικού πλαισίου η αντιμετώπιση αιτιάσεων και η εξωδικαστική επίλυση αμφισβητήσεων κερδίζει γενικότερη αποδοχή και αναγνώριση, οι δε δικαστικές αποφάσεις θα ικανοποιούν περισσότερο το αίσθημα ότι απονεμήθηκε η δικαιοσύνη σε διαφορές ασφαλιστικού ενδιαφέροντος, με κέρδος για την ασφάλιση.
Η ασφάλιση συνδέεται όμως άμεσα και με το πολιτιστικό και μορφωτικό επίπεδο, την οικονομία και τις συναλλακτικές συνήθειες του περιβάλλοντος στο οποίο παρέχεται, το επίπεδο του οποίου επηρεάζει την ευρεία διάδοσή της. Εξαιρούμε την ασφάλιση ορισμένων μεγάλων και ειδικών κινδύνων, που λειτουργεί αρκετά διαφορετικά.
Εμπόδιο στην ποιοτική αναβάθμιση αποτελεί και το έλλειμμα στη σημασία που δίδεται στο κριτήριο της ποιότητας και ειδικότητας κατά την ανάθεση έργων που σχετίζονται με ρυθμίσεις. Υπάρχει ανάγκη «αναζήτησης» τέτοιων προσώπων, ώστε να περιορίζεται η γνωριμία με τον αναθέτοντα ως κριτήριο επιλογής ή η δημοσιότητα από τα μέσα ενημέρωσης, τα συνέδρια, τις χορηγίες και επίσης όχι μόνο μεταξύ εκείνων που οι ίδιοι επιδιώκουν τη συμμετοχή τους.
Υπάρχουν εξαιρετικού επιπέδου άνθρωποι, που δεν ζητούν να συμπράξουν, αλλά θα μπορούσαν, αρκεί να υπάρχει βούληση να αναζητηθούν. Αποτέλεσμα είναι και οι νομοθετικές διατάξεις που επιβάλλουν τις 50 υποχρεωτικές ασφαλίσεις αστικής ευθύνης που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα και έχουν εισαχθεί ως ενωσιακές υποχρεώσεις με εισηγήσεις διαφόρων υπουργείων, προφανώς χωρίς τη συμμετοχή της αρμόδιας εποπτικής αρχής επί της ιδιωτικής ασφάλισης, για τις οποίες δεν υπάρχει καμία ρύθμιση ως προς τη λειτουργία της ασφάλισης, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος για υποχρεωτική ασφάλιση (με εξαίρεση βέβαια την αστική ευθύνη ατυχημάτων αυτοκινήτων). Αυτό ισχύει και για την ιδιωτική ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, που αφορά και τις περισσότερες υποχρεωτικές ασφαλίσεις.
Πλήττει την ασφάλιση και η πολύ αργή απονομή της δικαιοσύνης, που, όπως είχα αρθρογραφήσει σχετικά (Καθημερινή, 21.4.2019), ισοδυναμεί σχεδόν με άρνηση απονομής της. Αν ο ασφαλισμένος συμβιβάζεται σε ένα ποσό ασφαλίσματος που πιστεύει ότι τον αδικεί και το κάνει μόνο για να αποφύγει τη μακρόσυρτη δικαστική διαδικασία, ενώ θα την ακολουθούσε αν διαρκούσε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, βλάπτεται η αξιοπιστία του προϊόντος, και όχι μόνο. Δεν θα ήταν το ίδιο αν το όποιο αποτέλεσμα προερχόταν από δικαστική απόφαση, έστω και αρνητική για αυτόν.
iw? Τι θα μπορούσε να συμβάλει στο να ξεπεραστούν προβλήματα αυτού του τύπου;
απ. Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν η δικαιοσύνη είχε απελευθερωθεί από μέρος της βαριάς πανοπλίας των δικονομικών διατάξεων, με «εξυπνότερες» διαδικασίες, προσαρμοσμένες στην ταχύτητα των συναλλαγών. Απαιτείται όμως πολλή δουλειά για να ανατραπεί το «δικονομικό ταμπού», που είναι περισσότερο ζήτημα διαδικασιών και κανόνων λειτουργίας που τίθενται με ευθύνη της Πολιτείας και όχι τόσο του επιπέδου των δικαστικών λειτουργών, που είναι υψηλό.
Απαιτείται να γίνει συνείδηση και πράξη ότι ο δικαστής πρέπει να έχει εξοικείωση και γνώσεις και των ειδικών θεμάτων που καλείται να επιλύσει, όπως είναι τα σχετιζόμενα με την ιδιωτική ασφάλιση. Στα δικαστήρια του Πειραιά η Πολιτεία έχει θεσπίσει τμήμα ναυτιλιακών διαφορών, αν και οι σημαντικές ναυτιλιακές διαφορές επιλύονται εκτός Ελλάδος, πράγμα που δεν συμβαίνει με την ιδιωτική ασφάλιση, παρά τον πολλαπλάσιο αριθμό υποθέσεων.
Οι νομικοί κανόνες και η δικαιοσύνη είναι ένα δύσκολο και ευαίσθητο ζήτημα και το «ταμπού» που δημιουργεί, μπορεί με τον χρόνο, τον εκσυγχρονισμό και με πολλή δουλειά, να ξεπεραστεί, προς όφελος και της ασφάλισης, ώστε στο μέλλον να μη θυμόμαστε καν τις αγκυλώσεις που υπήρχαν.
Όταν το 2001 μου ανατέθηκε να προεδρεύσω και εισηγηθώ κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες εταιρείες, είχα απέναντί μου τους εκπροσώπους ιδιωτικών φορέων και φορέων της Διοίκησης, που δεν έβλεπαν την ανάγκη θεσμοθέτησης ανεξάρτητων μελών στο ΔΣ και προσέκρουε σε «ταμπού» η επιλογή μου να εισαχθούν οι κανόνες με νόμο –έστω λακωνικό– και όχι με μη υποχρεωτικά υποδείγματα, όπως ήθελαν ή δεν είχαν άποψη οι παράγοντες της αγοράς.
Ο νόμος έγινε πάντως [3016/2002] και τον αντικατέστησε ο αναλυτικότατος νόμος [4706/2020] και, αμέσως μετά, ο επίσης αναλυτικότατος εν μέρει συμπληρωματικός του νόμος [4972/2022], χωρίς ο σημερινός συνωστισμός διατάξεων νόμων εταιρικής διακυβέρνησης να θυμίζει καν τον τότε αφορισμό της εισαγωγής νόμου εταιρικής διακυβέρνησης.
Σημειωτέον, η ασφάλιση βασίζεται και στην παιδεία αυτών που την παράγουν, αυτών που τη διανέμουν, αλλά εν μέρει και αυτών που την καταναλώνουν, και η αναβάθμιση του ρυθμιστικού της πλαισίου απαιτεί γνώσεις και αντιμετώπιση της αδράνειας.
Η πλήρης ανανέωση της νομοθεσίας της ασφαλιστικής σύμβασης το 1997, μετά από απόλυτη ακινησία με νομοθεσία καταγωγής το 1882, οφείλεται στις σε βάθος γνώσεις του αντικειμένου εκ μέρους κρίσιμων συντελεστών της υλοποίησής της, που αντιλήφθηκαν ότι οι τότε υπάρχουσες ρυθμίσεις ανταποκρίνονταν κυρίως στο μοντέλο των εμπόρων ασφαλισμένων και των σημαντικών εμπορικών συναλλαγών της εποχής εκείνης και ότι απαιτείται εκσυγχρονισμός με περιορισμό της αυστηρότητάς των έναντι του συνηθισμένου ασφαλισμένου, που είναι η μεγάλη πλειοψηφία στη σύγχρονη εποχή.
Εμπόδιο στην ποιοτική αναβάθμιση αποτελεί και το έλλειμμα στη σημασία που δίδεται στο κριτήριο της ποιότητας και ειδικότητας κατά την ανάθεση έργων που σχετίζονται με ρυθμίσεις.
Σε αρκετά ζητήματα υπάρχει, ακόμα σήμερα, άγνοια σε βαθμό ασφαλιστικού αναλφαβητισμού, ακόμα και σε ανθρώπους που καλούνται να ασχοληθούν με το αντικείμενο, αναφορικά με τις ρυθμίσεις των συμβατικών σχέσεων ασφαλιστή με ασφαλισμένο, που εμποδίζει την πλήρη κατανόηση των αρχών της ασφάλισης και δεν συμβάλλει στην απαλλαγή από την αντίληψη ότι η ασφάλιση είναι ένα αναγκαίο κακό.
Βασικές έννοιες, όπως η διαφορά του λήπτη της ασφάλισης από τον ασφαλισμένο, του ασφαλισμένου από τον απλό δικαιούχο του ασφαλίσματος, της ασφάλισης ίδιου συμφέροντος και της ασφάλισης ξένου συμφέροντος, δεν θα έπρεπε να αγνοούνται, όπως το ότι ειδική προστασία δίδει υποχρεωτικά ο νόμος σε όλους τους ασφαλισμένους –ακόμα και στους μη καταναλωτές–, εκτός από τους ασφαλισμένους κατά μεγάλων κινδύνων.
Υπάρχει επίσης καθολική –μη ηθελημένη– αποχή από τη χρήση της ειδικής βασικής νομοθετημένης ορολογίας του ασφαλιστικού δικαίου, με χρήση όρων που χρησιμοποιούνται απείθαρχα, οι οποίοι αναπαράγονται από τη νομολογία ή προέρχονται από μεταφραστικά τμήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Οδηγιών που εύλογα αγνοούν την ειδική ορολογία και μεταφέρονται “copy paste” σε ελληνικά νομοθετήματα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η σύγχυση, η δαπάνη περιττών ωρών σε θέματα κατανόησης, μέχρι και λαθεμένη επίδραση σε δικαστικές κρίσεις και γενικά υποβάθμιση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της ασφάλισης, προς βλάβη της ανάπτυξής της.
Η κάλυψη αυτής της παθογένειας, σε συνδυασμό με τη ρύθμιση των σχέσεων των δύο πλευρών με άριστουςκανόνες που εφαρμόζονται σωστά, είναι μια επένδυση στην εμπιστοσύνη. Αυτό απαιτεί προτεραιότητα στην ποιότητα, καλλιέργεια και ανάλυση των ρυθμίσεων, ανοικτό διάλογο σε αμφισβητούμενα και μη θέματα που δεν είναι επιφανειακά και με ευρεία συμμετοχή υψηλού επιπέδου ενεργών ειδικών.
Με δυο λόγια, απαιτείται συνειδητοποίηση του ελλείμματος, πολλή δουλειά και να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα και προσοχή τόσο από την ασφαλιστική βιομηχανία όσο και από την Πολιτεία η ρυθμιστική υποδομή, που είναι η «σπονδυλική στήλη» της ασφάλισης και που συμβάλλει στη βιωσιμότητά της.
Τα προϊόντα διαφόρων κατηγοριών ασφάλισης δεν έχουν ειδικό νομοθετικό πλαίσιο, ούτε πρέπει κατ’ ανάγκη να έχουν, είναι όμως καλό να υπάρχει για ορισμένα από αυτά τύπος γενικών όρων προς προαιρετική μεν χρήση, που, εφόσον είναι υψηλής ποιότητας, θα τους ακολουθεί η αγορά, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Θα μπορούσε έτσι να δημιουργηθεί από την αγορά ένα βασικό συμβατικό πλαίσιο λειτουργίας ορισμένων προϊόντων που δεν θα είναι εισαγόμενο, αλλά εναρμονισμένο με το λοιπό νομικό περιβάλλον και τις καταναλωτικές συνήθειες της χώρας και άρα περισσότερο κατάλληλο.
iw? Πείτε μας δυο-τρεις σημαντικές θεματικές από την επιστημονική και επαγγελματική σας δραστηριότητα που σχετίζεται με την ασφάλιση.
απ. Ήταν πολύ ικανοποιητικό, λόγω της ενασχόλησής μου ως εισηγητής του νέου νόμου για την ασφαλιστική σύμβαση, το ότι ο αντίστοιχος νέος γερμανικός νόμος που εκδόθηκε έντεκα χρόνια μετά, έχει σε τρία-τέσσερα σημεία νεωτερισμούς που έχει ο ελληνικός, και ιδιαίτερα ότι έχει γραφτεί για μια διάταξη πως αποτελεί το πρότυπο της αντίστοιχης γερμανικής. Πρόκειται για τη διάταξη που, μεταξύ άλλων, προβλέπει πως όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος που ζημιώθηκε μπορεί να απαιτήσει απευθείας από την ασφαλιστική εταιρεία ασφάλισμα. Αλλά αυτή η διάταξη προβλέπει ότι δεν ισχύει αν δεν ορισθεί με Υπουργική Απόφαση το νομικό πρόσωπο ή η Υπηρεσία που θα δέχεται κοινοποιήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών των υπόχρεων προσώπων που τήρησαν και διατηρούν την υποχρέωση προς ασφάλισή των.
Όμως, 25 χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου, δεν έχει οριστεί το νομικό πρόσωπο ή η Υπηρεσία και για αυτό δεν ισχύει η διάταξη. Η ικανοποίηση πάντως δεν συμψηφίστηκε με την απογοήτευση για τον τρόπο που εισάγονται οι υποχρεωτικές ασφαλίσεις όσο ο δρόμος για τη βελτίωση και –γιατί όχι και ενεργοποίηση– της διάταξης είναι ανοικτός.
Εκτός Ελλάδος, συνηθίζεται να ακολουθούμε επαγγελματικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και, πολλές φορές, με προσωπική επιτυχία συμπατριωτών μας προσθέτουμε αξία σε ξένα “brands”, είτε πρόκειται για “brands” εμπορικών επιχειρήσεων είτε επιστημονικών φορέων. Δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ με το ότι δεν μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο.
Έτσι, ήταν διπλά ικανοποιητική η δυνατότητα που μου δόθηκε να αναλάβω με την ομάδα μου, μετά από πανευρωπαϊκό διαγωνισμό, τη σύνταξη των νόμων για την ασφαλιστική σύμβαση, για την ασφάλιση αστικής ευθύνης ατυχημάτων αυτοκινήτων και για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της Δημοκρατίας της Βοσνίας Ερζεγοβίνης.
Οι νόμοι αυτοί έχουν εξολοκλήρου συνταχθεί από την ομάδα μου με χρηματοδότηση της ΕΕ και μάλιστα ονομάζονται και leggi grecci. Αντίστοιχη ήταν η ικανοποίηση στη συμβολή στη δημιουργία της ρουμάνικης εποπτικής αρχής επί της ιδιωτικής ασφάλισης και η εκτέλεση του μεγάλου έργου θεσμικής ενίσχυσης της ασφαλιστικής αγοράς της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που εκτελέσαμε με την ομάδα μας κατ’ εντολή και με χρηματοδότηση της ΕΕ, καθώς και για μια σειρά από διεθνείς διαιτησίες, μεταξύ των οποίων αναφέρω τέσσερις ασφαλιστικού ενδιαφέροντος, γιατί έχουν την ιδιαιτερότητα όχι μόνο του μεγάλου μεγέθους των, αλλά και γιατί μας δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξουμε τα συμφέροντα αλλοδαπών οντοτήτων/θεσμών σε διαφορές με οντότητες/θεσμούς άλλων κρατών, που δεν είχαν σχέση με την Ελλάδα.
Είχα και έχω την τύχη, λόγω του πανεπιστημιακού γνωστικού μου αντικειμένου, που είναι το εμπορικό δίκαιο, και της επαγγελματικής μου απασχόλησης, η ενασχόληση να περιλαμβάνει το ευρύτερο νομικό περιβάλλον των εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων και την καλλιέργεια των κλάδων του εμπορικού δικαίου, που βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, της ασφαλιστικής σύμβασης και της διανομής. Γιατί θεσμικό πλαίσιο της ασφάλισης είναι και η ανώνυμη εταιρεία, ο ανταγωνισμός, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις, το ναυτικό, το αεροπορικό και το δίκαιο των μεταφορών και του καταναλωτή, γιατί το αποτέλεσμα της εξειδίκευσης υποβαθμίζεται αν γίνεται σε βάρος του ευρύτερου ρυθμιστικού περιβάλλοντος.
Ο αντίστοιχος νέος γερμανικός νόμος, που εκδόθηκε έντεκα χρόνια μετά, έχει σε τρία-τέσσερα σημεία νεωτερισμούς που έχει ο ελληνικός, και ιδιαίτερα ότι έχει γραφτεί για μια διάταξη πως αποτελεί το πρότυπο της αντίστοιχης γερμανικής.
Έχω επίσης την ευκαιρία να είμαι, επί μακρά σειρά ετών, ενεργό μέλος ομάδας 10.000 θεωρητικών και πρακτικών του θεσμικού πλαισίου της ασφάλισης από 45 χώρες (και ήδη πρόεδρος επί τιμή της Διεθνούς Ένωσης Ασφαλιστικού Δικαίου) και να αντιληφθώ πράγματα που διαφορετικά δεν θα μπορούσα ούτε με την καλύτερη προσπάθεια.
Τέλος, θέλω να προσθέσω ότι η ενασχόληση σε αυτό το επίπεδο απαιτεί την αντικειμενική θεώρηση του θεσμικού πλαισίου της ασφάλισης, την αφοσίωση σε αυτό με ουδέτερη θέση ως προς τα εκατέρωθεν συμφέροντα, με την έννοια της μη ταύτισης με επιχειρηματικά συμφέροντα. Έτσι, προάγεται καλύτερα και ο θεσμός, προς όφελος της ασφάλισης.