Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι γνωστή.
Αφ’ ενός η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος και αφ’ ετέρου – και κυρίως – τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας (μέγεθος επιχειρήσεων, βιωσιμότητα, οικονομική κατάσταση, θεσμικό πλαίσιο), δεν επιτρέπουν τη μετακύλιση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μέσω τραπεζικού δανεισμού – ασχέτως εγγυήσεων από την κυβέρνηση ή κοινοτικούς φορείς.
- Από τα €31.5 δις πρόσθετης ρευστότητας (με αρνητικό επιτόκιο, παρακαλώ) που παρέσχε η ΕΚΤ, μόνο €5 δις έχουν βρει το δρόμο τους προς την πραγματική οικονομία.
- Πρακτικώς όλα με μερική κάλυψη από εγγυήσεις του δημοσίου.
Σημαντικό ποσοστό με πρόσθετες καλύψεις από τους δανειολήπτες (μέχρι 20% cash collateral) μιας και οι εγγυήσεις του δημοσίου δεν καλύπτουν τον τραπεζικό κίνδυνο.
Για να έχουμε αίσθηση, τα δάνεια που δίνονται είναι της τάξεως του 2.5% του ΑΕΠ 2019, και με την ίδια βάση σύγκρισης είναι έως και το 10% των αντίστοιχων παρεμβάσεων των κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ.
Αν δεν κάνω λάθος, μόνον η Ουγγαρία (εκτός ευρώ, άρα χωρίς διευκολύνσεις ΕΚΤ) έχει παρέμβει σε μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ.
Δηλαδή, η Ευρωζώνη κάνει παπάδες για να σπρώξει την οικονομία (και τα δημόσια οικονομικά) και η Ελλάδα δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί, παρά σε μικρό βαθμό, τις ευκαιρίες.
- Η διαφορά του βηματισμού μας με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης (και της ΕΕ), θα βρεθεί να είναι μεγαλύτερη την επομένη της υγειονομικής κρίσης.
- Η δε ελληνική οικονομία με πολύ βαθύτερες πληγές.
Όσο και να προκαλεί έκπληξη, στην Ελλάδα υπάρχει υφυπουργός αρμόδιος για τον τραπεζικό τομέα.
Τελευταία φορά (προτελευταία γιατί συνυπογράφει την κατάθεση του προϋπολογισμού) που ακούσαμε κάτι γι’ αυτόν ήταν πριν τέσσερις μήνες όταν, σε επιτροπή της Βουλής, δήλωνε πως η δημιουργία bad bank που προτείνει η ΤτΕ θα κουρέψει τις καταθέσεις!
- Αντί να ασχολείται με την διοχέτευση της ρευστότητας στην οικονομία, κατέθετε ουρανομήκεις ανοησίες.
Το ότι η εξέλιξη ήταν προβλέψιμη, δεν σημαίνει πως πρόκειται περί φυσικού φαινομένου.
Η κυβέρνηση, εάν μπορούσε να δει (ο αρμόδιος υφυπουργός είναι αυταπόδεικτο πως δεν έβλεπε) τις εξελίξεις, είχε δυνατότητες παρέμβασης – και έχει.
Έπρεπε να ζυγίσει τις επιπτώσεις, να υπολογίσει τα ρίσκα και να κάνει τις απαραίτητες κανονιστικές παρεμβάσεις.
Να έπαιρνε το στοίχημα συγκράτησης της ύφεσης και της ανεργίας με μεγαλύτερη έκθεση σε κίνδυνο.
Σε τελευταία ανάλυση, θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερο το εύρος της ανάκαμψης την επόμενη μέρα και με λιγότερες πληγές στην οικονομία και την απασχόληση