του Νικήτα Καστή[1]

Η διεθνής εμπειρία μας λέει ότι ένα πρόγραμμα παρόμοιου οικονομικού μεγέθους, εύρους και απαιτήσεων (στόχων) όπως αυτό, το τρίτο στη σειρά Μνημόνιο για τη Δημοσιονομική Προσαρμογή και (τις αναγκαίες) Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό να υπερβεί το αρχικά συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα.

Η έκταση της υπέρβασης και η εν συνεχεία ορθολογική της διαχείριση σχετίζεται άμεσα με τη «σχέση» των εμπλεκόμενων με τις προγραμματισμένες ενέργειες υλοποίησης – ό,τι λέμε «κυριότητα του προγράμματος» -, δηλαδή με τη συνέπεια και την επάρκεια εκτέλεσής του.

Αλλά και με τη συνέπεια και την επάρκεια των «ομότιμων εμπλεκόμενων», των παρακολουθούντων και αξιολογούντων την υλοποίηση αυτή καθώς και τα ενδιάμεσα και τελικά αποτελέσματα, αφού μοιράζονται το «κόστος υλοποίησης» του προγράμματος.

Έτσι ώστε να αναλαμβάνονται οι διορθωτικές ενέργειες, όποτε και όπου χρειάζεται. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο «τρέξαμε» τις ανά 3/6μηνο αξιολογήσεις, περίπου από το 2010.

Αυτά αποτελούν κοινό τόπο στους ειδικούς, στις αρμόδιες εθνικές αρχές, στους σύγχρονους διακρατικούς φορείς – όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ και ο “ESM” – και τους διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, η Διεθνής Τράπεζα κα. Ενδεχομένως και σε σημαντικά πλέον τμήματα του πολιτικού κόσμου στον αναπτυγμένο, δυτικό κόσμο, που όμως συνεχίζει να μην καταφέρνει να τα εφαρμόζει σωστά και να τα εξηγεί επαρκώς στους πολίτες, στις περισσότερες τουλάχιστον κοινωνίες.

Πόσον μάλλον στην Ελλάδα, όπου όσα συμβαίνουν, ιδιαίτερα την τελευταία τριετία, επιβεβαιώνουν τον τραγικά επιτυχημένο χαρακτηρισμό της, από τους ίδιους τους κατοίκους της, ως χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας». Ούτε η «πρωτιά» και μοναδικότητα του ελληνικού προβλήματος μα ούτε και η παρατεταμένη διάρκεια «θεραπείας», μιας οκταετίας, κατάφεραν να εξοικειώσουν έστω μιαν κρίσιμη μάζα του πολιτικού προσωπικού στη χώρα. Ας μη μιλήσουμε για την κοινωνία! Αν δεν θέλει ο ασθενής να θεραπευθεί, τί να καταφέρει η θεραπεία, ιδιαίτερα για ασθένειες του ψυχικού κόσμου και του συλλογικού ψυχισμού.

Και ιδού τα αποτελέσματα, φθάσαμε στο ημερολογιακό τέλος του τρίτου μνημονίου και η χώρα συνεχίζει να χρειάζεται διάφορες τεχνικές και μεθοδεύσεις, ορισμένες με αμφισβητούμενες έως καταστροφικές συνέπειες, όπως αυτές που επιλέγονται δια της «αποταμιεύσεως ρευστότητας», σε βάρος της οικονομίας, και άλλες όπως με την αξιοποίηση σχεδόν μηδενικού κόστους εγγυοδοσίας.

Οι οποίες και βέβαια απορρίπτονται, στον βωμό μιας δήθεν πολιτικής συνέπειας, με τον χώρο του «παραμυθιού», με τη συστηματική άρνηση της πραγματικότητας. Όπως τουλάχιστον «διαβάζει» κανείς τις στάσεις των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων, ειλικρινά απορώντας για την εξίσου «υπερβατική» θέση της αντιπολίτευσης. Η οποία συνεχίζει να προτιμά – ευτυχώς όχι με την ίδια ένταση της αντιπολίτευσης των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ – να ερμηνεύει την καταστροφή, με την ανεπαρκή και υποχωρητική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης. Αντί να παρουσιάζει συνεπείς κατευθύνσεις λύσεων, που υπάρχουν βέβαια αλλά απαιτούν, δυστυχώς εξαιτίας των επιλογών του ίδιου του ελληνικού λαού, τη συνέχιση των θυσιών του τελευταίου, στο όνομα των επόμενων γενεών, και επίσης σημαντικές «θυσίες» του πολιτικού και διαπλεκόμενου συστήματος.

  • Το ΔΝΤ, χωρίς πολιτικές δουλείες και τις ανόητα επικαλούμενες δήθεν «ιδεοληψίες» του – που οι κρίνοντες εξ ιδίων τα αλλότρια του προσάπτουν -, μπορεί να παραμείνει μια από τις τελευταίες «σταθερές» αναφοράς και καθοδήγησης, για την εν καιρώ «έξοδο» της Ελλάδας από το καθεστώς της παρατεταμένης «κρατημένης ανάπτυξης», του οιονεί τέλματος των ρυθμών από 1,5 έως 2%!

Μια και οι καλοί και συνεπείς εταίροι, των θεσμών, έχουν δυστυχώς σε σημαντικό ποσοστό γίνει μέρος του προβλήματος και δεν επαρκούν για να μπορέσει η Ελλάδα να επιστρέψει στην «κανονικότητα» έγκαιρα. Αρκεί κανείς να διατρέξει τις δηλώσεις των ειλικρινά συνεπών Ευρωπαίων, αριστοκρατών της συντήρησης και του Λαϊκού Κόμματος, όπως το Προέδρου της ΕΕ, κ. Γιούνκερ, και του Επίτροπου των Οικονομικών, εκκολαπτόμενου υποψήφιου Προέδρου της ΕΕ, κ. Μοσκοβισί, του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Που όμως έχουν είτε «διαθλασμένη» εικόνα των στάσεων των κοινωνιών, όπως ο πρώτος, ή σαφέστατα ιδιοτελείς στοχεύσεις, όπως ο δεύτερος.

Θα έλεγα ότι είναι η πραγματικά καλύτερη, παρά τη θεώρησή της ως συμβιβαστική σε πρώτη ανάγνωση, εντέλει λύση, για την Ελληνική κοινωνία και την Ευρώπη, αυτή της μη συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και της παραμονής του ως «παρατηρητή», δηλαδή ως του «επίμονου κηπουρού», σ’ αυτό.

Έτσι ώστε να συνεχίζει το ΔΝΤ να «πιέζει», όχι τόσο για νέα αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά, το περισσότερο και το εντέλει αποτελεσματικότερο, για να γίνουν, όσο γίνεται ταχύτερα, οι μεταρρυθμίσεις, που εν πολλοίς δεν έχουν καν ξεκινήσει, παρά την αναφορά τους στο 3ο Μνημόνιο, ήδη από το Φθινόπωρο του 2015!

Η μη υλοποίηση άλλωστε των μεταρρυθμίσεων αυτών, λόγω της ανεπάρκειας διακυβέρνησης και των ισχυρών αντιστάσεων του δημόσιου τομέα, μαζί και της εν πολλοίς «εχθρικής στάσης» της ελληνικής κοινωνίας, στις ριζικές μεταβολές που απαιτούνται, είναι αποκλειστικά ο λόγος της πολύ περιορισμένης ανάπτυξης, κατά τα προβλεπόμενα στο Μεσοπρόθεσμα Πρόγραμμα.

  • Που σωρρευτικά στην τριετία, λόγω της κατά 1,5% ή και 2% μικρότερης οικονομικής επέκτασης, θα έχει ως συνέπεια μιαν εντυπωσιακή υστέρηση στο ΑΕΠ, που θα μπορούσε να υπολογισθεί στο ύψος έως και των 10-15 δις. Ευρώ!
  • Αυτό το ποσό θα ‘ταν αρκετό για το ΔΝΤ, ως “εγγύηση”, για μιαν καταρχήν λελογισμένη αναδιάρθρωση του χρέους, εύκολα διαχειρίσιμη από τους θεσμούς και τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και επίσης θα’ ταν αρκετό για να αναστραφεί η κατάρρευση των δημόσιων δομών προσφοράς των κοινωνικών αγαθών, της υγείας, της εκπαίδευσης και της ασφάλειας, με την επίσης αναγκαία, συμπληρωματική μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Και τέλος, αυτήν την απώλεια θα πρέπει η ελληνική κοινωνία να κατανοήσει ότι πρέπει να κινητοποιηθεί για να την αποφύγει. Με τη σταδιακή “αφύπνιση” του πολιτικού προσωπικού και τη – μοιραία – κυβερνητική αλλαγή.

Η αλλαγή του σχήματος διακυβέρνησης της χώρας, μέσω εκλογών, έχει – δυστυχώς ή ευτυχώς – καταστεί αναγκαία συνθήκη, για την αποφυγή του επερχόμενου “αναπτυξιακού τέλματος” και της απώλειας των επόμενων γενεών. Ελπίζοντας πάντα και προσβλέποντας στην προαναφερθείσα “αφύπνιση” του πολιτικού προσωπικού, μαζί με τη συνεπή καθοδήγηση του ΔΝΤ και στην επίσης απαραίτητη, συμπληρωματική, διαρκή υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την πολιτική στήριξη της οικογένειας της ΕΕ.

Για να ξαναζήσουμε, έγκαιρα, σε μιαν κοινωνία δίκαιη, αλληλεγγύης και δημιουργικότητας.

 

[1] Ο Δρ Ν. Καστής είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Εκπαίδευσης & Ανάπτυξης