Για χρόνια ολόκληρα η πολιτική ζωή της Γερμανίας θεωρούσε τον πληθωρισμό ως τον χειρότερο εσωτερικό εχθρό που προκαλούσε θλιβερές αναμνήσεις από την Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Στις μπυραρίες της χώρας, οι θαμώνες συζητούν ακόμη και σήμερα τον υπερπληθωρισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η αξία του εθνικού νομίσματος ευτελίστηκε.
Ο υπερπληθωρισμός έριξε τη χώρα σε αταξία και έθεσε τις βάσεις για την άνοδο του Χίτλερ. Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι η συλλογική μνήμη της περιόδου έχει μεταφερθεί στο γερμανικό υποσυνείδητο.
Φέτος το φάντασμα του πληθωρισμού επέστρεψε. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία αυξήθηκε τον Μάιο στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και σχεδόν 10 χρόνια. Οι υψηλότερες τιμές ενέργειας, ανέβασαν τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των τιμών στο 2,5%.
Οι ειδικοί αναμένουν περαιτέρω αύξηση των τιμών τους επόμενους μήνες. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο μετά τον Σεπτέμβριο του 2011, οπότε ήταν επίσης 2,5%.
Από την λήξη της ισχύος της προσωρινής μείωσης του ΦΠΑ στα τέλη του περασμένου έτους, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν για πέμπτο συνεχή μήνα. Οι καταναλωτές έπρεπε να βάλουν βαθιά τα χέρια τους στις τσέπες τους τον Μάιο του 2021 για προϊόντα ενέργειας, τα οποία αυξήθηκαν κατά 10% μέσα σε ένα χρόνο.
Στην αρχή της κρίσης του κορονοϊού την άνοιξη του 2020, οι τιμές του αργού πετρελαίου κατέρρευσαν προσωρινά λόγω της χαμηλής ζήτησης στην παγκόσμια αγορά. Έκτοτε όμως έχουν ανοδική πορεία.
- Επιπλέον, η εισφορά των 25 ευρώ ανά τόνο εκπεμπόμενου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά την καύση ντίζελ, βενζίνης, πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου, η οποία εισήχθη στις αρχές του έτους, προκαλεί αύξηση των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης και καυσίμων για τον εφοδιασμό οχημάτων.
Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά +1,5% τον Μάιο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι και οι υπηρεσίες κατά +2,2%. Από τον Απρίλιο έως τον Μάιο του 2021, οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν συνολικά κατά +0,5%.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να ανέλθει έως πάνω από +3% κατά τη διάρκεια του έτους.
«Ωστόσο, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προσωρινές συνέπειες του κορονοϊού, έτσι ώστε να μπορούμε να αναμένουμε αισθητά χαμηλότερα ποσοστά για το επόμενο έτος», τονίζει ο οικονομολόγος της Commerzbank, Μάρκο Βάγκνερ. Όμως δεν έγιναν όλα πιο ακριβά. «Όπου υπάρχει πλεόνασμα προσφοράς, οι τιμές είναι χαμηλότερες», εξηγεί ο Γιοργκ Φούντερ του Ινστιτούτου Εμπορικών Ερευνών IIHD. Αυτό συμβαίνει σήμερα με τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα.