Του Γιάννη Λεοντάρη

Πρόοδος έχει σημειωθεί στα κράτη – μέλη της ΕΕ όσον αφορά στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα στους τομείς του ανθρώπινου κεφαλαίου, της ευρυζωνικής συνδεσιμότητας, της ενσωμάτωσης των ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις και των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών,  σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της ΕΕ, ο οποίος καταγράφει την πρόοδο που έχει σημειωθεί στα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά στους παραπάνω τομείς.

Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα του δείκτη, όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ έχουν σημειώσει πρόοδο στον τομέα της ψηφιοποίησης, αλλά η συνολική εικόνα μεταξύ των κρατών μελών είναι ανομοιογενής και, παρά τη σχετική σύγκλιση, το χάσμα ανάμεσα στους πρωτοπόρους της ΕΕ και σε εκείνους με τις χαμηλότερες βαθμολογίες DESI παραμένει μεγάλο, ενώ σημειώνεται ότι παρά τις βελτιώσεις αυτές, όλα τα κράτη – μέλη θα πρέπει να καταβάλουν συντονισμένες προσπάθειες για την επίτευξη των στόχων του 2030, όπως ορίζονται στην ψηφιακή δεκαετία της Ευρώπης.

Η έκθεση DESI 2021 παρουσιάζει στοιχεία από το πρώτο ή το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ως επί το πλείστον, τα οποία σκιαγραφούν τις βασικές εξελίξεις στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία κατά το πρώτο έτος της πανδημίας του κορωνοϊού. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της νόσου στη χρήση και στην παροχή ψηφιακών υπηρεσιών και τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν έκτοτε δεν αποτυπώνονται στα δεδομένα, και θα είναι πιο φανερές στην έκδοση του 2022.

Τα βασικά συμπεράσματα του δείκτη

 

  1. Ψηφιακές δεξιότητες

 

Όσον αφορά στις ψηφιακές δεξιότητες, το 56 % των ατόμων στην ΕΕ διαθέτει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Τα στοιχεία δείχνουν ελαφρά αύξηση του αριθμού των ειδικών ΤΠΕ στον ενεργό πληθυσμό: το 2020, η ΕΕ διέθετε 8,4 εκατομμύρια ειδικούς ΤΠΕ έναντι 7,8 εκατομμυρίων το προηγούμενο έτος. Δεδομένου ότι το 55 % των επιχειρήσεων ανέφεραν δυσκολίες στην πρόσληψη ειδικών ΤΠΕ το 2020, αυτή η έλλειψη υπαλλήλων με προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες συμβάλλει επίσης στον βραδύτερο ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων σε πολλά κράτη μέλη.

Τα στοιχεία δείχνουν σαφώς ότι πρέπει να αυξηθεί η προσφορές και οι ευκαιρίες κατάρτισης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ψηφιακής δεκαετίας για τις δεξιότητες (βασικές ψηφιακές δεξιότητες για το 80 % του πληθυσμού και 20 εκατομμύρια ειδικοί ΤΠΕ). Αναμένονται σημαντικές βελτιώσεις τα επόμενα έτη, εν μέρει διότι το 17 % των ψηφιακών επενδύσεων στα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που έχει εγκρίνει μέχρι στιγμής το Συμβούλιο προορίζονται για τις ψηφιακές δεξιότητες (περίπου 20 δισ. ευρώ επί συνόλου 117 δισ. ευρώ).

 

Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον πίνακα αποτελεσμάτων για τις γυναίκες στην ψηφιακή εποχή, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά τις εξειδικευμένες ψηφιακές δεξιότητες. Μόνο το 19% των ειδικών ΤΠΕ, και περίπου το ένα τρίτο των αποφοίτων θετικών επιστημών, τεχνολογίας, μηχανικής και μαθηματικών, είναι γυναίκες.

 

Συνδεσιμότητα

 

Τα στοιχεία για τη συνδεσιμότητα δείχνουν βελτίωση των «δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας» (VHCN) προκύπτει ιδίως ότι τα δίκτυα αυτά είναι διαθέσιμα στο 59 % των νοικοκυριών στην ΕΕ, έναντι του 50 % πριν από ένα έτος, ωστόσο εξακολουθούν να απέχουν πολύ από την καθολική κάλυψη δικτύων Gigabit (στόχος της ψηφιακής δεκαετίας για το 2030). Στις αγροτικές περιοχές, η κάλυψη VHCN αυξήθηκε από 22 % το 2019 σε 28 % το 2020.

Επιπλέον, 25 κράτη μέλη έχουν εκχωρήσει μέρος του φάσματος συχνοτήτων 5G, σε σύγκριση με 16 κράτη μέλη πριν από ένα έτος. Το 5G διατέθηκε στην αγορά σε 13 κράτη μέλη, καλύπτοντας κυρίως αστικές περιοχές.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε επίσης μελέτες σχετικά με τις τιμές κινητής και σταθερής ευρυζωνικής σύνδεσης στην Ευρώπη το 2020, με την ευρυζωνική κάλυψη έως τον Ιούνιο του 2020 και με τα εθνικά ευρυζωνικά σχέδια. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 11% των ψηφιακών επενδύσεων στα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που ενέκρινε το Συμβούλιο (περίπου 13 δισ. ευρώ επί συνόλου 117 δισ. ευρώ) προορίζονται για τη συνδεσιμότητα.

 

Ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών

 

Σχετικά με την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών, σημειώθηκε μεγάλη αύξηση στη χρήση των τεχνολογιών υπολογιστικού νέφους – cloud (από 16% των εταιρειών το 2018 σε 26% το 2020).

Οι μεγάλες επιχειρήσεις εξακολουθούν να πρωτοστατούν στη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών: για παράδειγμα, χρησιμοποιούν ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μέσω του σχεδιασμού των πόρων της επιχείρησης (ERP) και του λογισμικού υπολογιστικού νέφους πολύ συχνότερα από ό,τι οι ΜΜΕ (80 % και 35 % αντίστοιχα για τον ERP και 48 % έναντι 25 % αντίστοιχα για το υπολογιστικό νέφος).

Ωστόσο, μόνο ένα μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων χρησιμοποιούν προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ο τρέχων βαθμός υιοθέτησης ψηφιακών τεχνολογιών απέχει πολύ από τους στόχους της ψηφιακής δεκαετίας, καθώς φιλοδοξία της ΕΕ για το 2030 είναι το 90% των ΜΜΕ να έχουν τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, σε σχέση με το 60 % το 2020, και τουλάχιστον το 75% των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες έως το 2030.

Επί του παρόντος, μόνο ένα μικρό μέρος των εταιρειών χρησιμοποιεί μαζικά δεδομένα ακόμη και σε αρκετές από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις, σε αντίθεση με τον στόχο του 75%. Περίπου το 15% των ψηφιακών επενδύσεων στα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που ενέκρινε το Συμβούλιο (σχεδόν 18 δισ. ευρώ επί συνόλου 117 δισ. ευρώ) προορίζονται για τις ψηφιακές ικανότητες και την ψηφιακή έρευνα και ανάπτυξη.

Τα στοιχεία της έκθεσης DESI έρχεται να συμπληρώσει μελέτη που δημοσιεύτηκε και αφορά έρευνα για τη συμβολή των ΤΠΕ στις δράσεις περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των επιχειρήσεων της ΕΕ, η οποία αποκαλύπτει ότι ποσοστό μεγαλύτερο από το 66% των εταιρειών που ερωτήθηκαν δήλωσαν πως χρησιμοποιούν λύσεις ΤΠΕ ως μέσο μείωσης του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος.

 

Δεδομένα για ψηφιακές Δημόσιες υπηρεσίες

 

Τα δεδομένα για τις ψηφιακές Δημόσιες υπηρεσίες δεν εμφανίζουν ακόμη σημαντική βελτίωση των υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Κατά το πρώτο έτος της πανδημίας, αρκετά κράτη – μέλη δημιούργησαν ή ενίσχυσαν ψηφιακές πλατφόρμες για την παροχή περισσότερων διαδικτυακών υπηρεσιών.

Το 37 % των ψηφιακών επενδύσεων, στο πλαίσιο των σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που ενέκρινε το Συμβούλιο, (περίπου 43 δισ. ευρώ επί συνόλου 117 δισ. ευρώ) προορίζονται για τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, οπότε αναμένονται σημαντικές βελτιώσεις τα επόμενα έτη.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διέθεσε επίσης την έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης του 2021 για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η οποία διενεργεί έρευνα στους πολίτες σε 36 ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με τη χρήση των ψηφιακών υπηρεσιών δημόσιας διοίκησης.

 

 

Η Ελλάδα

 

Η Ελλάδα κατατάσσεται 25η μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ στην έκδοση του δείκτη DESI για το 2021. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα συνεχίζει να βελτιώνει τις επιδόσεις της σε όλες σχεδόν τις παραμέτρους του δείκτη, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η βαθμολογία της εξακολουθεί να είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Συνολικά, η χώρα σημείωσε μικρή πρόοδο όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες. Το ποσοστό των απασχολούμενων γυναικών ειδικών ΤΠΕ επί του συνόλου των ειδικών ΤΠΕ που απασχολούνται στην Ελλάδα αυξάνεται ραγδαία. Επίσης, η Ελλάδα βελτίωσε τις επιδόσεις της όσον αφορά στη συνδεσιμότητα και άρχισε να αναπτύσσει δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας, αν και εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στην κάλυψη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας και στη διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών με ταχύτητες τουλάχιστον 100Mbps. Σημειώνεται ωστόσο ότι η ανάπτυξη δικτύων ανθεκτικών στις μελλοντικές εξελίξεις είναι πιθανό να επιταχυνθεί με τις αναμενόμενες επενδύσεις στις οπτικές ίνες (όπως το έργο «Υποδομές Υπερυψηλής Ευρυζωνικότητας: Ultra-Fast Broadband») και την ανάπτυξη του δικτύου 5G.

Ακόμα, η Ελλάδα συγκεντρώνει 99% στον δείκτη ετοιμότητας 5G, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι έχει εκχωρηθεί το σύνολο σχεδόν

των καινοτόμων ζωνών του εναρμονισμένου σε επίπεδο ΕΕ φάσματος 5G. Όσον αφορά στην ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα βρίσκεται  πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ως προς την ψηφιοποίηση των Δημόσιων υπηρεσιών, οι επιδόσεις της Ελλάδας το 2020 υπερβαίνουν τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά στον αριθμό των χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενώ υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς την ετοιμότητα ανοικτών δεδομένων, καθώς η χώρα έχει ήδη εφαρμόσει σχετική νομοθεσία και πολιτικές.

 

 

 

Ανθρώπινο κεφάλαιο

 

Όσον αφορά την παράμετρο του ανθρώπινου κεφαλαίου, η Ελλάδα κατατάσσεται 21η μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες είναι χαμηλό (51 %). Το ποσοστό των απασχολούμενων ειδικών ΤΠΕ (2,1% το 2019) παραμένει χαμηλό το 2020 (2%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (4,3%).

Ωστόσο, μεταξύ των ειδικών ΤΠΕ της χώρας, το ποσοστό των γυναικών ειδικών ΤΠΕ παρουσιάζει ραγδαία αύξηση (από 20% το 2019 σε 27% το 2020) και είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (1%), καθιστώντας την Ελλάδα πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, μόνο το 12% των επιχειρήσεων παρείχαν κατάρτιση ΤΠΕ στο προσωπικό τους το 2020, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 20% στην ΕΕ

Η έκθεση σημειώνει ότι παρά τις δράσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει για την προώθηση των ψηφιακών δεξιοτήτων για όλους, θα χρειαστούν συμπληρωματικές προσπάθειες ειδικά για τις προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες υπό το πρίσμα του φιλόδοξου στόχου που έχει τεθεί στο πλαίσιο της ψηφιακής δεκαετίας.

Όπως αναφέρεται, «η Ελλάδα πρέπει να προωθήσει ευρέως την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και την επανειδίκευση του εργατικού

δυναμικού και να εκπαιδεύσει τις μελλοντικές γενιές εργαζομένων. Σημαντική πρόκληση αποτελεί η έλλειψη ικανοτήτων σε εξειδικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης σε τομείς όπως η

τεχνητή νοημοσύνη, οι κβαντικές τεχνολογίες και η κυβερνοασφάλεια. Θα ήταν ευπρόσδεκτη η ανάληψη επιπρόσθετης δράσης, σε συνεργασία με πανεπιστήμια και επιχειρήσεις, με στόχο την παροχή εκπαίδευσης και κατάρτισης και την αύξηση του αριθμού των ψηφιακών εμπειρογνωμόνων

που απαιτούνται σε όλους τους τομείς της οικονομίας.».

 

 

Συνδεσιμότητα

 

Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, με συνολική βαθμολογία 37,7 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 50,2 στην ΕΕ), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην ΕΕ.

Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει ταχύτατη

πρόοδο πολύ γρήγορα όσον αφορά τη κάλυψη ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA).

Η κάλυψη αυτή αυξήθηκε το 2020 κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες φτάνοντας στο 87 %, ποσοστό που συμπίπτει με τον μέσο όρο της ΕΕ. Η αύξηση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στη βαθμιαία ανάπτυξη

των δικτύων μέσω του σχεδίου διανυσμάτωσης (vectoring).

Η χώρα άρχισε επίσης επιτέλους να αναπτύσσει δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN). Η κάλυψη σταθερών δικτύων VHCN έφτασε

το 10% από 7% το προηγούμενο έτος, αν και το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 59% στην ΕΕ. Ωστόσο, η διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps παραμένει πολύ χαμηλή (φτάνοντας στο 3% από 1% το 2019) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (34%).

Η συνολική διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών εξακολουθεί να προχωρά με αργούς ρυθμούς, φτάνοντας στο 77% το 2020 από 76% το 2019 (συμβαδίζοντας με τον μέσο όρο της ΕΕ).

Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στον δείκτη τιμών ευρυζωνικών συνδέσεων, με βαθμολογία 53 το 2020 έναντι 49 το 2019. Η διείσδυση κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών (60 % το 2019) παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (71 % το 2019). Οι επιδόσεις της Ελλάδας ως προς την τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, με κάλυψη 99,2 %.

Η έκθεση σημειώνει ότι «με μεταρρυθμίσεις και στοχευμένες επενδύσεις, η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την επίτευξη των στόχων Gigabit του 2025 και να γεφυρώσει το ψηφιακό χάσμα με επενδύσεις, όπως οι διασυνοριακοί διάδρομοι 5G και η διασύνδεση των νησιών με υποβρύχια καλώδια οπτικών ινών.

Η θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου που ευνοεί τις επενδύσεις και οι τρέχουσες μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση από τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ), θα βοηθήσουν την Ελλάδα να βελτιώσει τη συνδεσιμότητά της, επεκτείνοντας την κάλυψη οπτικών ινών και τεχνολογίας 5G. Αυτό θα επιτρέψει σε ιδιώτες και

επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα να χρησιμοποιούν υποδομές επόμενης γενιάς και θα ανοίξει τον δρόμο για εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας και τη διείσδυση αναδυόμενων τεχνολογιών.».

 

 

Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας

 

Όσον αφορά στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση στην ΕΕ.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι ψηφιακές τεχνολογίες υιοθετούνται αργά από τις ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς μόνο το 19% χρησιμοποιεί τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 23% στην ΕΕ.

Επίσης, το 38% των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών (άνω του μέσου όρου του 36 % στην ΕΕ).

Όσον αφορά στην υιοθέτηση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών, οι ελληνικές επιχειρήσεις συγκαταλέγονται στις πρωτοπόρες ως προς τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (34 %), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (25 %).

Όσον αφορά στις ΤΠΕ για περιβαλλοντική βιωσιμότητα, με 65% η Ελλάδα είναι κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (66%). Το ίδιο ισχύει και για την ανάλυση μαζικών δεδομένων, όπου με 13% η Ελλάδα είναι κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ (14%).

 

 

Ψηφιακές Δημόσιες υπηρεσίες

 

Η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ ως προς τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τον δείκτη ωριμότητας των ανοικτών δεδομένων, η Ελλάδα, με 85% το 2020, παρουσιάζει καλές επιδόσεις, ξεπερνώντας τον μέσο όρο του 78% στην ΕΕ. Όσον αφορά στους ενεργούς χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, η Ελλάδα με 67% είναι πάνω από τον μέσο όρο του 64% στην ΕΕ. Ωστόσο, με 36/100 προσυμπληρωμένα έντυπα, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (63/100).

Η διαθεσιμότητα ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις παραμένει χαμηλή (54) σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 75 για τους πολίτες και του 84 για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ το 2020.

Η έκθεση σημειώνει ότι «η Ελλάδα δεν έχει κοινοποιήσει ακόμη στην Επιτροπή σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης (eID) σύμφωνα με τον κανονισμό eIDAS, κάτι το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τη διασυνοριακή αναγνώριση των εθνικών μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Η διαδικασία προμήθειας για τα εθνικά μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Οι αναμενόμενες ενέργειες σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης (όπως η ηλεκτρονική υπογραφή) αποτελούν βασικά βήματα για τη δημιουργία ενός αξιόπιστου διαδικτυακού περιβάλλοντος για τον

Δημόσιο τομέα».

Ακόμα στην έκθεση αναφέρεται ότι «η Ελλάδα επιδεικνύει ισχυρή δέσμευση για την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και

της διακυβέρνησης του κράτους. Μεγαλύτερη πρόκληση εξακολουθεί να αποτελεί η απλούστευση των διαδικασιών και η μείωση του διοικητικού φόρτου για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τη Δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, η ταχεία εφαρμογή ψηφιακών υπηρεσιών αναμένεται ότι θα συμβάλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, των επενδύσεων, καθώς και της συμμετοχής των πολιτών.».