Απογοητευτική είναι η εικόνα για την κατάσταση της υγείας των Ελλήνων και το σύστημα υγείας της χώρας μας, όπως αποτυπώνεται στο Προφίλ Υγείας, που συντάχθηκε από εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ και του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την υγεία.
Το ελληνικό Προφίλ ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2019 βάσει στοιχείων που ήταν διαθέσιμα τον Ιούλιο του 2019. Όπως αναφέρεται, «την τελευταία δεκαετία, το Ελληνικό σύστημα υγείας έχει υποστεί ριζικό μετασχηματισμό και κινείται με αργούς ρυθμούς προς τη διαμόρφωση ενός πιο σύγχρονου, αποτελεσματικού και βιώσιμου συστήματος. Αφού αρχικά δόθηκε έμφαση στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και στη μείωση του κόστους, οι πιο πρόσφατες προσπάθειες εστιάστηκαν επίσης στη θέσπιση και την ενίσχυση μηχανισμών για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Υπάρχει πλέον πλήρης ασφαλιστική κάλυψη υγείας για όλους τους κατοίκους και η Ελλάδα εργάζεται προς την κατεύθυνση εγκαθίδρυσης ενός λειτουργικού συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας, ενώ αντιμετωπίζονται προηγούμενες αδυναμίες, όπως ο κατακερματισμός, οι υπερβολικές φαρμακευτικές δαπάνες, η αναποτελεσματικότητα των δημόσιων συμβάσεων και η ανεπαρκής πρωτοβάθμια φροντίδα».
Κατάσταση της υγείας
Το προσδόκιμο ζωής είναι στα 81,4 έτη, είναι λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο αυξάνεται με πιο αργό ρυθμό σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Επίσης, εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες όσον αφορά την υγεία ανάλογα με το φύλο καθώς και την κοινωνική θέση. Το 2016 η διαφορά όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 30 ετών μεταξύ των ατόμων με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 6 έτη για τους άνδρες και 2,4 έτη για τις γυναίκες.
Οι θάνατοι από ισχαιμική καρδιοπάθεια και εγκεφαλικό επεισόδιο έχουν μειωθεί, όμως τα ποσοστά ορισμένων μορφών καρκίνου, του διαβήτη και, πιο πρόσφατα, της βρεφικής θνησιμότητας έχουν αυξηθεί. Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω μπορούν να αναμένουν ότι θα ζήσουν περίπου 40 % της ζωής τους χωρίς αναπηρίες, ποσοστό που αντιστοιχεί σε δύο λιγότερα έτη υγιούς ζωής από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας — που αναδεικνύει τόσο την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης όσο και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες— εξελίσσεται αρνητικά, αν και η πορεία έχει βελτιωθεί ελάχιστα. Το 2016 η βρεφική θνησιμότητα κορυφώθηκε στους 4,2 θανάτους ανά 1 000 γεννήσεις ζώντων, προτού μειωθεί στους 3,5 (λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) το 2017.
Παράγοντες κινδύνου
Ποσοστό λίγο υψηλότερο από το 40 % των θανάτων στην Ελλάδα μπορεί να αποδοθεί σε συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου (πάνω από το 39 % που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ), με το κάπνισμα να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα. Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις ενηλίκους καπνίζουν σε καθημερινή βάση, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Τα υψηλά ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας αποτελούν επίσης πηγή ανησυχίας, όπως και η έλλειψη άσκησης των παιδιών. Τα σχετικά χαμηλά ποσοστά βλαβών που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ αποτυπώνουν τη χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ από τους ενηλίκους, ωστόσο η ευκαιριακή χωρίς μέτρο κατανάλωση αλκοόλ στα παιδιά σημειώνει άνοδο.
Σύστημα υγείας
Οι πολιτικές που αποβλέπουν στη μείωση της σπατάλης και στην ενίσχυση της αποδοτικότητας συνέβαλαν στην ταχεία μείωση των δαπανών υγείας κατά την οικονομική κρίση, με τα επίπεδα δαπανών να σταθεροποιούνται από το 2015 και μετά.
Το 2017, η Ελλάδα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατ’ άτομο για υγειονομική περίθαλψη, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (2.884 ευρώ). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ, επίσης κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (9,8%). Αφού κορυφώθηκαν στα 2 267 ευρώ ανά άτομο το 2008, οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν σχεδόν κατά ένα τρίτο στη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών.
Η πολιτική συγκράτησης των δημόσιων δαπανών για την υγεία, η οποία εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, καθώς και η σημαντική μείωση των άμεσων ιδιωτικών δαπανών, συνέβαλαν στην πτώση αυτή. Ειδικότερα, η σπατάλη δαπανών για φάρμακα, η οποία το 2009 κατείχε την υψηλότερη θέση στην ΕΕ, μειώθηκε κατά ένα τρίτο, επιτυγχάνοντας εξοικονόμηση άνω των 2 δισ. ευρώ στον τομέα αυτόν κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2014.
Πάνω από το ένα τρίτο των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών) και πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ και οφείλεται στις υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα, εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (ή ανοιχτή νοσηλεία) και νοσοκομειακές υπηρεσίες.
Αποτελεσματικότητα
Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, ενώ υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Στη διάρκεια της κρίσης, η θνησιμότητα από θεραπεύσιμες αιτίες παρουσίασε ενδείξεις επιδείνωσης. Ωστόσο, παρά τις ανεπαρκείς προληπτικές πολιτικές, η προλαμβανόμενη θνησιμότητα είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Ελλάδα δεν διαθέτει διεθνώς συγκρίσιμα δεδομένα για βασικούς δείκτες ποιότητας της υγειονομικής περίθαλψης, όπως αποτρέψιμες νοσηλείες, καθώς και θνησιμότητα έπειτα από εισαγωγή στο νοσοκομείο για ορισμένες παθήσεις. Καθώς η πρωτοβάθμια φροντίδα αναπτύσσεται σε όλη τη χώρα, αναμένεται ότι η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης στον τομέα αυτόν θα βελτιωθεί σταδιακά, εφόσον η υλοποίηση είναι επιτυχής και διατεθούν επαρκείς πόροι.
Προσβασιμότητα
Το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα. Ένα στα δέκα νοικοκυριά υφίσταται καταστροφικές δαπάνες υγείας και η πρακτική των άτυπων πληρωμών εξακολουθεί να υπάρχει. Άλλα εμπόδια αποτελούν, μεταξύ άλλων, η επιβολή ορίων σε ορισμένες αποζημιούμενες ιατρικές επισκέψεις και η άνιση κατανομή των πόρων.
Το 2017 η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αυτοναναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), αφού ένα στα δέκα νοικοκυριά ανέφερε ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν.
Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3 % των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη. Μια πιο θετική εξέλιξη είναι ότι το 2017 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο το συνολικό επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών σημείωσε πτώση, ύστερα από συνεχή αύξηση για έξι συναπτά έτη.
Ανθεκτικότητα
Η επαρκής χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, ιδίως για τη στήριξη της ανάπτυξης του νέου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας, έχει καθοριστική σημασία. Η διακυβέρνηση μπορεί να ενισχυθεί μέσω του σαφέστερου καθορισμού στρατηγικών στοιχειοθετημένων στόχων και ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου.
Το τρέχον δημοσιονομικό πλαίσιο είναι σημαντικό, καθώς οι υποχρεώσεις που συνεχίζει να έχει η Ελλάδα μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής απαιτούν τη διατήρηση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο 3,5 % τουλάχιστον έως το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία θα συνεχίσει πιθανότατα να δεσμεύεται από δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είναι απίθανο να μειωθούν βραχυπρόθεσμα οι δαπάνες σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές.
Η χαλάρωση της πολιτικής για το πάγωμα των προσλήψεων μπορεί να συμβάλει στην επέκταση της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα ένα κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης των εργαζομένων στον τομέα της υγείας από την Ελλάδα, αφού περισσότεροι από 1 000 ιατροί ετησίως υπέβαλλαν αίτηση άσκησης επαγγέλματος σε άλλες χώρες της ΕΕ κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2016.
Το πάγωμα στις προσλήψεις προσωπικού, που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, όριζε ότι μόνο ένας νέος υπάλληλος θα μπορούσε να προσληφθεί για κάθε πέντε αποχωρήσεις, και οδήγησε σε ευρύτατες ελλείψεις προσωπικού. Η πολιτική αυτή χαλάρωσε τον Φεβρουάριο του 2019 και ο σημερινός λόγος των προσλήψεων προς τις αποχωρήσεις είναι 1:1.
Το μέτρο αυτό θα καταστήσει δυνατή τη σχεδιαζόμενη πρόσληψη 10 000 επαγγελματιών υγείας (4.000 ιατρών και 6.000 νοσηλευτών) εντός των επόμενων 4 ετών για την κάλυψη των ελλείψεων όχι μόνο στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας αλλά και στις μονάδες εντατικής θεραπείας, στα τμήματα επειγόντων περιστατικών, στα ογκολογικά τμήματα, στα διαγνωστικά κέντρα και στις δομές ψυχικής υγείας.
Η εύρεση τόσο μεγάλου αριθμού ιατρών και νοσηλευτών θα αποτελέσει πρόκληση, λαμβανομένων υπόψη της απαιτούμενης διάρκειας της κατάρτισης, της ανάγκης προσέλκυσης ιατρών που θα εγκαταλείψουν τον ιδιωτικό τομέα και θα στραφούν στην εργασία σε δημόσιες δομές, καθώς και των περιορισμών στην εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης.
virus.com.gr